Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2012

Την Κυριακή

Δευτέρα:
Ξυπνητήρι τις 7.
6 λεπτά δρόμος. Στάση, λεωφορείο.
13  λεπτά διαδρομή.
Ασανσέρ, 4ος όροφος.
Γραφείο, χαρτιά,υπογραφές.
Σχολάμε στις 2.
Ισόγειο.Στάση,λεωφορείο.
6 λεπτά δρόμος.
Φαγητό απ' έξω.
Τηλεόραση ύπνος.

Τρίτη:

Ξυπνητήρι τις 7.
6 λεπτά δρόμος. Στάση, λεωφορείο.
13  λεπτά διαδρομή.
Ασανσέρ, 4ος όροφος.
Γραφείο, χαρτιά,υπογραφές.
Σχολάμε στις 2.
Ισόγειο.Στάση,λεωφορείο.
6 λεπτά δρόμος.
Φαγητό απ' έξω.
Τηλεόραση ύπνος.

Τετάρτη.
Πέμπτη.
Παρασκευή .
Σάββατο.

Να που έφτασε η ανθρωπότητα.
Να βρίσκει ευτυχία
στην κάθε Κυριακή

που όλη μέρα δεν χρειάζεται να βγάλει τις πυτζάμες του.

Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2012

Μπόρα

Μαζί με όλο το μειδίαμα
των απρόσωπων ανθρώπων,
βρέθηκα να περπατώ
με το κεφάλι σκυφτό.

Χαμένη στην αφάνεια.

Στις πρώτες ψιχάλες βροχής
σαν πανικόβλητα ποντίκια
τρύπωσε ο κόσμος μέσα στις κρυψώνες του.

Και εγώ ανήμπορη, κοκάλωσα,
στην μοναχικότητα
της κεντρικής λεωφόρου.

Ευχαριστώ.
Την στιγμή που
τα δάκρυα του ουρανού,
ποτίσανε σαν βάλσαμο
τα σκασμένα μου χέρια.

Ευχαριστώ.
Τον αέρα,
που παρέσυρε την λύπη μου
αφήνοντας μου μόνο ένα
χαμόγελο.

Ευχαριστώ.
Την αστραπή που με ανάγκασε
να ανοίξω τα μάτια μου.
Γιατί νομίζω, πως πριν ήμουν τυφλή.

Ευχαριστώ.
Που έδιωξες τις μάζες
και στον σκοτεινιασμένο ουρανό

μπόρεσα να δω το πιο ανόθευτα λευκό
χρώμα, των ελπίδων μου.

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

όταν δεν βλέπει κανείς

οι συναντήσεις μας,
μονίμως μασκαρεμένες.
με συνθηματικές ματιές,
απ' τα απέναντι πεζοδρόμια

εσύ μπροστά και εγώ πίσω.
εσύ περιμένεις στη γωνία.
εγώ σε προσπερνάω. Με ένα φευγαλέο άγγιγμα
στο χέρι.
Τυχαία πάντα.

Εγώ με τα δερμάτινα σανδάλια μου,
τα κουδούνια στους αστραγάλους.
Εσύ με το τζιν παντελόνι
και τα άσπρα παπούτσια

Τις φιγούρες μας καταπίνουν,
οι απόκοσμες σκιές.
σε απόμακρα στενάκια.

Όταν πιανόμαστε χέρι χέρι.
Εκεί που δεν βλέπει κανείς.

Και στον γυρισμό,
αχνοφαίνεται ο εχέμυθος βηματισμός σου
στο δρόμο.
και μια λουρίδα απ΄τη μαύρη φούστα μου,
εξαφανίζεται στην άλλη γωνία 

Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2012

Περί Ποιήσεως

Το ηδονικό τρέμουλο
της σύλληψής σου.
Στα σπλάχνα μου μέσα
μεγαλώνεις.
Φουσκώνει η κοιλιά μου.

Στην αρχή ανώδυνα. Μα
όσο αναπτύσσεσαι, πονάω.
Παραμορφώνομαι.

Η γέννα. Να 'ξερες.
Πως ξεσκίζεις τα σωθικά μου.
Κάθε φορά. Αλλά το κάνω για σένα.
Μόνο για σένα.
Και ας τσακίζεις το κορμί μου στα δυο.

Οι ανάγκες σου. Όλες τις ώρες,
της υπόλοιπης ζωής μου.
Πάντα εκεί. Πρώτη απ' όλους.

Να σε πλένω. Να με ξυπνάς τη νύχτα.
Να ματώνεις το στήθος μου για να φας.

Μα κάποια στιγμή κάθε μέρα
βάζεις το αθώο σου χεράκι στο μάγουλό μου
με κοιτάς στα μάτια και χαμογελάς.

Σβήνοντας όλο το μαρτύριο απ' τη
μνήμη μου.

Inti Illimani

Θυμάμαι
ήμουνα 5 χρονών.
Μας έβαζες Inti Illimani
μπροστά απ' το τζάκι και παίζαμε τους
ινδιάνους.

Σε θυμάμαι να μιλάς.
Να γελάς.

Και μετά σιωπή.
Τσακωμοί. Και μετά σιωπή.

Έγραψα για στιλέτα
και μαχαίρια που μου
κάρφωσες στο στήθος.
Τα αμέτρητα δάκρυα
απ΄ τη σιωπή σου
την απογοήτευσή σου.

Θυμάμαι
το τσίπουρο και την μπύρα σου
τη πίπα που κάπνιζες κατά καιρούς ( πάντα που άρεσε η μυρωδιά)
τις συζητήσεις με τους καλεσμένους
που φώναζες για την αριστερά.

Και εγώ σε έβλεπα σαν θεό.

Και μετά τσακωμοί. Σιωπή.
Τσακωμοί.
Δεν μας θυμάμαι να μιλάμε.
Δεν μας θυμάμαι να γελάμε.

Και τώρα τόσα χρόνια φευγάτη.
Μεγάλωσα.
Τώρα πίνω. Τώρα καπνίζω.
Αριστερή είμαι και εγώ.

Το μόνο μου συμπέρασμα
το πόσο φοβόσουν και φοβόμουν.
Το πόσο φοβάσαι και φοβάμαι.
Μα ακόμα σε βλέπω σαν θεό.

Όλα τα υπόλοιπα είναι περιττά.
Το μόνο που μου έμεινε να πω είναι:
Αχ πατέρα, να ήξερες
πόσο σε αγαπάω

η ξύλινη βεράντα

Καπνογόνα.
Δάκρυα. Μάλλον πέταξαν και
δακρυγόνα.

Γκλόμπ!
Πρόσεχε το μπάτσο!
Κλούβες, κρατητήρια.
Μολότοφ.
Τρεχάλα στα δρομάκια.

Θόλωσαν όλα
και σκοτείνιασαν τα πάντα.

Μια ξύλινη βεράντα,
με μια ξύλινη πολυθρόνα.
Ο ήλιος δύει και κάνει ζέστη.

Φοράω ψάθινο καπέλο.
Κοιτάω τον κήπο μου.
Τα χέρια μου έχουν κάλους ,
βλέπεις η τσάπα μου είναι
ο καλύτερος μου φίλος.

Η έγνοια μου
το τραπέζι που θα σκαλίσω
για το σαλόνι.

Ανοίγω τα μάτια,
Σήκω, τρέχα!
Πλησιάζουν τα ΜΑΤ.

Ήταν ένα όνειρο.
Απλώς ένα όνειρο.

καληνύχτα

με στοίχειωσε ο αγώνας.
με στοίχειωσε ο τρόμος.
τα τσιγάρα μου.
το ουίσκι μου πριν πάω για ύπνο.

μα πάνω απ όλα οι εφιάλτες μου.

Κόσμε να ήξερες πόσο έκλαψα για σένα.
Να ήξερες πόσο μα πόσο
πόθησα να σε σώσω.

Μα δεν ήθελες ποτέ να σωθείς ε?

Και εγώ δεν ρώτησα.
Ναι κλαίω.
Και ας μην είχα ποτέ μου το δικαίωμα.

Είναι δίκαιο λες, κόσμε,
που όλοι υπόλοιποι πεινάνε?
Που όλοι οι υπόλοιποι είναι άνεργοι, αρρωσταίνουν
και πεθαίνουν?

Τα μάτια μου, σε σιχάθηκαν
και στα δάχτυλά μου απομείνανε μόνο
δάκρυα.

Κόσμε, με κούρασες,
με την απανθρωπιά σου.
Πάω για ύπνο.

Μια χάρη κάνε μου μόνο.
Άσε με να κοιμηθώ ήσυχα
απόψε.

Αυτονομία

στο κόκκινο τοίχο στο σαλόνι μου
είχα κρεμασμένη μια
πολιτική αφίσα

και αφού κατακερματίστηκα
απ' τους αριστερισμούς,
τις συνδικαλιές και τα κόλπα
την κατέβασα.

Και θρήνησα.
Θρήνησα για το κενό στα πιστεύω μου.

Δεν άντεξα όμως.
Έτσι σήκωσα την κιμωλία
και έγραψα :
Επανάσταση είναι αυτή της συνείδησης.

Αυτή τη φορά όμως ήταν το δικό μου χέρι
που το έγραψε.
Κανενός άλλου.

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012

Όταν σβήνουν τα φώτα

Οι σελίδες του βιβλίου
κίτρινες και εύθραυστες.
Τα γράμματα ξεθωριασμένα.

Σβήνω το φως.

Το απομεινάρι
απ΄το τραγούδι
αντηχεί στη σιγή
σαν βάλσαμο

όταν σβήνουν όλα τα φώτα

οι τελευταίες νότες
που οδηγούν
σ΄ αυτό τον οικείο στεναγμό.

Και ξεθωριαμένα
επιστρέφει το στέρνο απόφθεγμα
της σελίδας.

"...ερωτευμένος  είναι όποιος
   όλη μέρα θλιβερά αναστενάζει..."

όταν σβήνουν όλα τα φώτα.


Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

Το Δικό Μας

Πάντα δικό μου.
Πάντα δικό σου.
Σε μια αμοιβαία
σιωπηρή συμφωνία.

Αραχνοΰφαντη με τις
υποψίες του φόβου μας .

Και απροετοίμαστη σήμερα
έκλεισα την εξώπορτα του σπιτιού Μου.
Και δεν είδα πουθενά το Μας.

Το τραγούδι Μας.
Τα τσιγάρα Μας.
Το φαγητό Μας.
Το κρεβάτι Μας.

Έτσι απρόσμενα με προσέγγισε ξαφνικά
η αίσθηση του ανέγγιχτου

που βαθαίνει.
κάθε μέρα όλο και πιο πολύ.

Απόσταση

Κατέγραψα 100 μέρες
σε ένα χαρτί
και τις κόλλησα στον τοίχο.

Για να τις διαγράφω κάθε μέρα.
Βασανίζοντας και λυτρώνοντας τον εαυτό μου.
Ζώντας τις φευγαλέες στιγμές που σε θυμίζουν...
ξανά και ξανά κάθε μέρα.

Αυτόν που στο λεωφορείο φοράει το άρωμά σου.
Την ζωγραφιά σου στο κομοδίνο μου.
Το τηλέφωνό σου μετά τις 3 τη νύχτα.
Την ανάμνηση του κορμιού σου
μες τα λευκά σεντόνια.

Τίποτα δεν άλλαξε.
Μόνο τα μαλλιά μου μάκρυναν .
Ακόμα έχει ζέστη και νιώθω πως,
φέτος ο χειμώνας δεν θα έρθει.

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

Ερώτημα

Είχα βγει μια βόλτα
και ως απασχόληση μετρούσα τα
πλακάκια του πεζοδρομίου.
Ανίκανη να σκεφτώ κάτι άλλο.
Μα σήκωσα τα μάτια μου
για να περάσω το δρόμο.

Και εκεί ήταν. Στο τοίχο. Μια πρόταση,
με μαύρη μπογιά.
Θρασύτατο, αλαζονικό
απλοϊκό, και τόσο, μα τόσο
εξοργιστικό.

Το ερώτημα:
" Πότε θα βρεις τα κότσια
να σταθείς στα πόδια σου;"  

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012

Το Δάσος

Με πολλά να αναλογιστώ
κλότσησα τα χαλίκια
στον χωματόδρομο, που συχνά περπατώ.
Σηκώθηκε σκόνη.

Εδώ κοντά στο σπίτι.
Που είναι πάντα ηλιόλουστα.
Που όλα είναι τόσο ζεστά.

Μα σήμερα τα χρώματα σκούρυναν. Λες και έχει συννεφιά.
Με μια καλοδεχούμενη δροσιά.
Δίπλα σε αυτό το ανέκαθεν,
μυστήριο, δασύλλιο.

Που όλο μεγαλώνει, μεγαλώνει, μεγαλώνει.
Και με τρομάζει ακόμα...τόσο γοητευτικά.
Κατεβάζω το κεφάλι. Απομακρύνομαι βιαστικά.

Κοιτώντας πίσω απ' τον ώμο μου...στα κλεφτά,
εκείνη τη σκοτεινιά ανάμεσα στα δέντρα.

Και μέσα στην επιτακτική μου ανάγκη να
διαφύγω,
σιγομουρμουράω
"Θα ξαναγυρίσω, το υπόσχομαι...
θα ξαναγυρίσω..."


Τετάρτη 29 Αυγούστου 2012

Το εκκρεμές

Στο χολ
από μικρή είχαμε ένα ρολόι τοίχου.
Θεωρώ πως το λέγαν εκκρεμές.
Τικ τοκ

Και όλα τα χρόνια που περάσαν,
με είδε να μεγαλώνω, καθώς
κάθε φορά το προσπερνούσα
βιαστική. Σκεφτική.
Τικ τοκ.

Χωρίς να του δίνω πολύ
προσοχή. Βασικά
ποτέ δεν του έδωσα προσοχή.
Τικ τοκ.

Και οι αϋπνίες μου ανυπόφορες.
Τικ τοκ.
Χρόνιες.
Τικ τοκ.

Ώσπου μια μέρα σαν τις άλλες
αγόρασα μια βαριοπούλα.
Πήγα σπίτι, παρατήρησα το εκκρεμές
από πάνω μέχρι κάτω.
Τικ τοκ
Τικ τοκ

Εξαντλημένη σταμάτησα, μόνο
όταν διαλύθηκε και το πιο μικρό γρανάζι.
"Τώρα δεν με ελέγχεις", δήλωσα θριαμβευτικά.

Μετά πήγα στο κρεβάτι
και κοιμήθηκα.

Το χαστούκι

Νυσταγμένη, μπήκα στο λεωφορείο.
Μουδιασμένη απ' το πρωινό ξύπνημα
(μετά τις 11 βεβαίως).

Κάθισα, σε μια άδεια θέση
στήριξα το κεφάλι μου στο παράθυρο
και έκλεισα τα μάτια

με μια αίσθηση βαρεμάρας
και με ανύπαρκτες ευθύνες
να με ταλανίζουν

ένα χασμουρητό μου άνοιξε τα μάτια
για να πιάσει το βλέμμα μου
μια οικογένεια μελαμψών.

Ο άντρας με 2 μεγάλους μπόγους
στη πλάτη. Η μητέρα με μωρό στην αγκαλιά και ένα νήπιο στο χέρι.
Αδερφός και αδερφή, από μια παραγεμισμένη βαλίτσα
καθείς.

Έτσι κοκκίνισα απ' τη ντροπή
λες και δέχτηκα ένα απρόσμενα
δυνατό χαστούκι.

Κυριακή 19 Αυγούστου 2012

Φτερούγισμα

Μασκαρεμένη τριγυρνώ
στο ποτάμι των ανθρώπων.
Κάθε μέρα. Και ξανά,
κάθε μέρα.

Πότε πότε, όλως περιέργως
με κοιτούν με ενδιαφέρον.
Απλώνουν το χέρι στο
στέρνο μου. Σ' εκείνο το γνωστό
σημείο, στην αριστερή πλευρά.
Προσδοκώντας κάτι. Ζεστό.
Τρυφερό.

Μα προς έκπληξη τους,
δεν υπάρχει κάτι εκεί.
Μόνο μια τρύπα.
Ένα κενό και λίγα σκισμένα ρούχα.

Έτσι γελώ, ελαφρώς
σαρκαστικά. Με μια περίεργη ματιά.
Και απομακρύνομαι
λίγο θεατρικά.

Λίγα βήματα πιο πέρα
αρκετά μακριά
από κάποια αδιάκριτη
ματιά.
Χώνω το χέρι, στην τσέπη
βαθιά. Αγχωμένη

Και εκεί ακόμα φτερουγά
μια μικρή καρδιά.
Αναστενάζω, και την κρατώ σφιχτά.
Ω ναι, την κρατώ σφιχτά.
 

Σάββατο 18 Αυγούστου 2012

Αλάνα

Ξύπνησα, έφαγα, ντύθηκα
κλείδωσα, έτρεξα
περιμένω το λεωφορείο
κοιτάω το ρολόι.

Δίπλα σκάβουν ένα χωράφι
αρχίζουν να ρίχνουν μπετά
λίγα αγριολούλουδα σωθήκανε
σε μια γωνιά.

Σε μια τόσο δα
μικρή γωνιά.

Που πήγε η αλάνα
τα χόρτα και οι λάσπες
τα ποδήλατα, η γειτονιά...
Το κρυφτό μετά τις 9;

Χάθηκε το γάργαρο γέλιο
τα ανόθευτα μάτια
και συνηθίσαμε τα αδιευκρίνιστα
χαμόγελα.
και όλα ξεθωριάσανε απότομα...
Άραγε είμασταν ποτέ παιδιά;

Μάνα, γιατί μεγαλώσαμε
τόσο ξαφνικά;

Ευκάλυπτος

Στις παρυφές του δάσους
σφάλισα τα βλέφαρά μου.

Βαθιά η άβυσσος μου
μαζί με τόσες πληγές.Μα όλα φαντάζουν
τόσο παράταιρα
Απόψε.
Όλα νεκρά,
φευγάτα, περασμένα
τώρα πια.

Ακαταμάχητη η ευωδιά
που με ξέπλυνε ολάκερη.

Ανεπαίσθητη, τόσο γνωστή.
Η σταθερότητα της περηφάνιας σου.
Με μια διαπεραστική αίσθηση αιωνιότητας.
Και η γαλήνη.
Πυλώνας ενός κόσμου.

έτσι
σοκαρισμένη γονάτισα
απ' το δέος
στην απόδειξη της
ύπαρξής σου.

Κυριακή 5 Αυγούστου 2012

Καλοκαιρινά Μπαλκόνια

Οι μπαλκονόπορτες ανοιχτές.
αργά,
μια νεαρή στέκει στη γωνία.

Φούστα κοντή, τακούνια ψηλά
όλα σύμφωνα με τη κοινότυπη μόδα.
Συνηθισμένη. 

Ένα αυτοκίνητο μαρσάρει μπροστά.
Κλικ. Η πόρτα ανοίγει.
Μπαίνει μέσα. Φεύγουν.

Ακούγεται μια φωνή
απ' το απέναντι μπαλκόνι.
"Γκομενιλίκια..."
Και ήσυχα περνούν τα λεπτά.

Το αυτοκίνητο επιστρέφει.
Εκείνη βγαίνει,
αχνοφαίνεται ένα αντρικό χέρι
που κάτι της δίνει.

"Κράτα τα ρέστα, κούκλα."
Μαρσάρει. Φεύγει.

Η νεαρή περπατά ως τη γωνία
στρώνει τα ρούχα της
και περιμένει.

Λευκοί Τοίχοι

Τα σκαλιά μαρμάρινα
θαρρείς δομημένα για να 'ναι θολά.
Η κουπαστή γεμάτη σκόνη.

Στο διάδρομο πλαστικά καθίσματα
το καθένα κουβαλά από ένα γερασμένο βλέμμα.
Με αέρα νοσταλγικό και μια
αβάσταχτη αίσθηση πικράδας.

Φτάνω στο δωμάτιο. Προσέχω
του τοίχους.

Άσπρο, λευκό. Με κάτι ψυχρό,
άδειο, χωρίς χαρακτηριστικό.
Μόνο σειρές από κρεβάτια.

Και η αρρώστια σαν νέφος πλανάται...
Ο επιθάνατιος βρόγχος
σκεπάζω γρήγορα τα αυτιά μου
για να μην μπορώ να πω πως γνωρίζω τον ήχο.

και έτσι έμαθε η γενιά μας
πως ο θάνατος κατοικεί
σε αφιλόξενα,
δώματα λευκά,
που έχουν κρεβάτια με κάγκελα
στη σειρά.

Τετάρτη 11 Ιουλίου 2012

Αντίο

Μόνο σιωπή.
Αφού μάθαμε να μιλάμε
με τα μάτια.

ως συνήθως περπατώ
σε απομακρυσμένα περιβόλλια
χαιδεύοντας χορτάρια
με τα χίπικα φορέματά μου
με τις μπογιές στα δαχτυλά μου.

για να με πειράζεις και να
χαμογελώ με αμηχανία.

Στις τελευταίες αναλαμπές της δύσης
σε κοιτώ
με μάτια ανόθευτα γήινα
και καστανοκόκκινες τούφες
κρύβουν το υπόλοιπο πρόσωπο.

Ήρθε η στιγμή.
Απλώς σκόρπισε λίγο χώμα.
Ξερό απ' τη θέρμη και τον ήλιο.
Με ένα μεγάλο σύννεφο σκόνης.

Λες και δεν είμαι εδώ
Κάνε πως δεν ήμουν ποτέ εδώ,
και μετά
άσε με σιγά σιγά
να χαθώ.

Κυριακή 8 Ιουλίου 2012

Στα κρυφά

Περπατώ σε ένα δρόμο που
νόμιζα με πήγαινε σπίτι.
Με ότι και αν αυτό αντιστοιχεί.

και σαν τις γιαγιάδες στα μπαλκόνια
φευγαλέες ματιές
με λέξεις σαν αγνές φτυσιές...

Ξέκωλο.Μαλάκα.
Πούστη. Τσόκαρο.
Διπρόσωπη. Ποζέρι.
Ρουφιάνε...
Πουτάνα...

Και οι φήμες οργιάζουν
μαζί με τις διχόνοιες, τις εχθρότητες...

Ένας βαθύς αναστεναγμός...
γιατί δυστυχώς
είναι πιο εύκολο να κρίνεις

μα πάντα χωρίς να ακουστεί μιλιά...

Δευτέρα 2 Ιουλίου 2012

Για εμάς χωρίς εμάς

Νύχτες, πρωινά
άδεια μεσημεριανά.
Οι στάλες του ιδρώτα μου, σαν δάκρυα
υπεράνθρωπης προσπάθειας.
Και τα βήματά μου άσκοπα.

Τα μνήματα, που πάντα
ξυπνούσανε κάτι. Έστω.
Χάσανε τα χρωματά τους
και καταλήξαμε μουντοί...
μονότονοι... σε ένα σπρόμαυρο φόντο.

Πέρασε πια τόσος καιρός.

Το μόνο που ένιωσα, ήταν
πηγαίος τρόμος.
Σαν πέρασε απ' το νου μου η σκέψη, πως
ίσως ο χρόνος μου εδώ
τελείωσε.

Τρίτη 29 Μαΐου 2012

Eurovision

περασμένες 2. μπαλκονόπορτες ανοιχτές .
έκλεισα το χαζόκουτο, με τους υποτιθέμενους διαγωνισμούς
καλλιτεχνίας.

Μετά της αηδίας που ένιωσα.
Αισχρότης. Τραγελαφικό.
Για να μην επεκταθώ στα γνωστά πολιτικά.

Έστριψα τσιγάρο . Έσβησα τα φώτα, μα άφησα 2 κεριά.
Για να έχω την εντύπωση πως εξημερώνω το σκοτάδι.

Για να κρύψω την αηδία
που πότισε το δέρμα μου
με το τσιγάρο στο στόμα
και τη στάχτη να πέφτει στο πάτωμα
(όχι δεν μ' ένοιαξε καν.)

χορεύω ρυθμικά
στο τρίξιμο του ξύλινου πατώματος
μαζί με τις άστατες σκιές μου. 

6/5/12

Στο τραπέζι στο σαλόνι
αραδιασμένα βιβλία.
Ορίστε οι τίτλοι:
Κράτος και επανάσταση
Μαρξιστική κριτική στον αναρχισμό
Λένιν και η Ρώσικη επανάσταση
Μισθός, τιμή και κέρδος

Και εφημερίδες. Τόσες εφημερίδες.
Για την ανάπτυξη της κριτικής μου σκέψης.
Για την τόνωση του επαναστατικού μου ηθικού.
Για τις ψυχικές μου ανάγκες.
Για τον αγώνα.
Την ανατροπή.

Για την ελπίδα σε ένα αύριο, τόσο μα τόσο διαφορετικό.

Κι όμως, παρόλα αυτά
με χτύπησε απογοήτευση, αφού είδα
να ξημερώνει μια
Χρυσή Αυγή. 

Πέρα απ' το παράθυρο

Εξαντλημένη ως συνήθως
γύρισα σπίτι.
Ξάπλωσα στο καναπέ
γύρισα προς το ταβάνι
για να με εμπνεύσει
το παιχνίδισμα του φωτός.

Ήρθε η ώρα να γράψω
για πόνο, κατάθλιψη, μοναξιά
και όλα τα λοιπά.
Γυναικείες ορμόνες.

Με μια αμφιβολία όμως
που ολοένα ρωτά πιο
συχνά.
Ξανά και ξανά και ξανά.

Κοίταξα το παράθυρο.
"Και όλο αυτό εκεί έξω;
Πέρα απ' το παράθυρο.
Πέρα απ' το τζάμι.
Άραγε πότε θα μιλήσει κανείς γι' αυτό;"

Γύρισα πάλι στο ταβάνι.
Το να μιλώ μόνο για το εδώ.
Ασφαλές, εγωκεντρικό.

Κι όμως δεν είναι αρκετό. 

Δευτέρα 28 Μαΐου 2012

Ο άγγελος που κάπνιζε

Μέσα στις φωνές,
τα τραγούδια, το καπνό

Πρόσεξα το απόκοσμο βλέμμα του.
Στο πρόσωπό της,
καρφωμένο.

Η ματιά του,
μια στο ποτό, μια στο τσιγάρο
στους γύρω, στο τραγουδιστή
και μια κλεφτή ματιά και σ' αυτή.
Με βλέμμα που έσταζε παράπονο.

Μα απρόσμενα, το σώμα του γαλήνεψε
μόλις χαμογέλασε. Εκείνη.
Λες και είδε, εικόνα φευγαλέα,
απαγορευμένου παραδείσου.

Έσβησε το τσιγάρο του,
αργά, σηκώθηκε, χαιρέτησε αδιάφορα,
κουνώντας απλά το χέρι.

Και βγήκε απ' τη πόρτα
χωρίς να κοιτάξει
πίσω. 

Δευτέρα 9 Απριλίου 2012

Γαλαζοπράσινο Φόρεμα

Ξεσκόνισμα, σκούπισμα,
σφουγγάρισμα, συμμάζεμα
και τα δάχτυλα μου αναδίδουν
χλωρίνη.

Σκεφτική φτάνω στη ντουλάπα
και άθελα μου έπεσε στο χέρι μου
ένα φόρεμα.
Ύφασμα αναμνησιακό.

Γαλαζοπράσινο, με κίτρινα λουλούδια
στο πλάι. Απαλό
Ελαφρύ, από βαμβάκι.
Θα έλεγε κανείς αέρινο.

Σπιούνικα με τύφλωσε ο ήλιος
με την άκρη του φορέματος
ακόμα στην παλάμη μου.

Γύρισα το κεφάλι μου έκπληκτη
και μου ξέφυγε ένα κοφτό
γελάκι...
"Για δες! μύρισε Άνοιξη..."

Ερημωμένοι Κήποι

Με κεκτημένη ταχύτητα
απ' το γύρισμα της ρόδας
ξάφνου, γεννήθηκε η επιτακτική
επιθυμία μου να σταματήσω.

Έτσι κατέβηκα απ΄τη σέλα
για να αντικρίσω
μια τσιμεντένια πλατφόρμα
τα αφρισμένα κύμματα
και πάνω στη γερασμένη άμμο
μια σειρά εγκαταλελειμμένα σπίτια.

Μόνο για να μονολογήσω :
"Σκούντησέ με, σε αυτή την
αίσθηση απελευθέρωσης που
αιχμαλώτισε το ανέγγιχτο.

Σκούντησέ με, στην επιβεβαίωση
της πραγματικότητας, γιατί πάντα
φοβόμουν την ψευδαίσθηση.

Εδώ σε αυτή την απόμακρη
γωνιά που κατοικούν
τα όνειρά μου."

Γύρισα πίσω στο ποδήλατο.
Απ' το διπλανό κήπο έκοψα
δυο φύλλα.

Τα έτριψα στα δάχτυλά μου
και μοσχοβόλησε ο αέρας
αψιά μυρωδιά δεντρολίβανου.

Κυριακή 25 Μαρτίου 2012

Η λέξη της παλάμης

Ηλιόλουστο μπαλκόνι
εμείς καθισμένοι
στα ήδη ζεστά πλακάκια

στο αλαβάστρινο φως
ανταλλάσσουμε βαθιά
ειλικρινέστατα χαμόγελα.

Μα τα λόγια μας νόθα
ως φυσικό επακόλουθο.
Αφού βλέπω και βλέπεις.
Τον πόνο μου, τον πόνο σου.

Σσσ...
Έγραψα λέξεις στα χέρια μου
κάλυψα το στόμα μου.
Να αποφύγω τον φόβο
για όλα όσα θέλω να πω...

Και έτσι απλά,
δειλά, ανακουφιστικά....
επιλέξαμε να κρυφτούμε πίσω
απ' τις λέξεις.

Κυριακή 18 Μαρτίου 2012

Άρωμα

Σηκώθηκα απ΄το κρεβάτι
ως αναγκαστική αρχή
στο νέο ξημέρωμα

τα σκεπάσματα σχεδόν απείραχτα
παρά τον ανήσυχο ύπνο μου

Μα εκεί στην άκρη
η θέση, που υποτίθεται ήταν δικιά σου
Συνειδητοποιώ πως είναι σοκαριστικά
Άδεια.

Ελάχιστα αισθάνθηκα
ανεπαίσθητα ίχνη
από λεβάντα

και την ίδια στιγμή,
ορκίζομαι,
σχεδόν σε άκουσα
να λες καλημέρα. 

Σάββατο 3 Μαρτίου 2012

Η κιμωλία

Πάλι οκλαδόν
σε ένα γνωστό
ξεφτισμένο παρκέ.

Με σκυμμένο το
κεφάλι, παρατηρώ.
Την κιμωλία στο χέρι μου.
Τον μαύρο τοίχο που ορθώνεται
εμπρός μου.

Τόσο οικεία.

Και χαράζω άλλη μια γραμμή.
Ανάμεσα στις πολλές,
για το τέλος της ημέρας.

Κι όμως, ακόμα δεν ξέρω
αν απαριθμώ τις μέρες
που πέρασαν
ή αυτές που μου απομένουν. 

Μολύβι ματιών

Αναπόφευκτα παρουσιάζομαι
στον καθρέφτη.
Μετά το πέρας άλλης μια ημέρας.

Να ξεπλύνω
τις κοινωνικές απαιτήσεις
του είδους μου.

Το make up,
που κρύβει τα σημάδια.
Το ρουζ,
που δίνει ζωντάνια.
Το κραγιόν,
που σε κάνει θηλυκή.
Τα ρούχα που δίνουν την υπόσταση.

Μη γελάς. Ναι ακόμα φοράω
διαφορετικές κάλτσες σε κάθε πόδι.
Και καλά, αντικομφορμιστικά.
Για να λέω πως εναντιώνομαι κάπου.

Μα παρόλες τις προσπάθειες
τα μάτια μου παρέμειναν μαύρα, απ' τα δάκρυα
που τα μάτια μου δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν.

Μουτζουρώνοντας έτσι
όλη την καλή εικόνα.

Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2012

Το τέλος άλλης μιας ιστορίας

Εξαρχής
αφού έτσι γεννήθηκα
στην πλειονότητα των αρνητικών.

Καταστάσεων, συναισθημάτων?
Ποιος ξέρει? δεν με νοιάζει.
Πες το όπως θες.

Οι σύντροφοι μου σε ετούτο το
ταξίδι, η αιτία που γέννησα
Αγάπη.
Μετά τον χαμό τους
μέντορας μου η απελπισία
και βυθίστηκα στο σκότος.

Εντούτοις
μες απ' το κλάμα μου
δεν πρόσεξα το φως.
Για δες τελικά...παρόλα αυτά
μπορώ και ανασαίνω ξανά.  

Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2012

Γεράκι

I.
Κύκλος γνωστών-άγνωστων προσώπων
και στη μέση μια γυναίκα
που κρατά σπαθί.

Με μάτια ορθάνοιχτα
σχεδόν παρακαλά
την προσέγγισή της από κάποιον.
Μα επιτίθεται ορμητικά
κάθε φορά
που κάποιος πλησιάζει.
Όταν ο κύκλος διαλύεται απηυδισμένος
γονατίζει, πετά το σπαθί
και ουρλιάζει λυγμούς απελπισίας.

II.
Ψηλά, ασφαλής
σε ένα κλαδί, ένα γεράκι
θλιμμένα, μιλά με γρίφους

"Ουρλιάζεις γιατί δεν καταλαβαίνεις.
Αβάσταχτη είναι η μοναξιά του ήλιου
γιατί, ζεις ψηλά στον ουρανό
για να σε φτάνουν
μόνοι αυτοί που έχουν κότσια.

Και αν τα μάτια σου
αναβλύζουν ειλικρίνεια
να ξέρεις
δεν είναι δώρο εύκολα δεκτό.

Δειλοί είναι αυτοί
μα και εσύ.

Αυτό που κρατάς δεν
είναι σπαθί.
Είναι πύρινες γλώσσες.
Γιατί το φως κατά βάση
είναι που πληγώνει. "

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012

Το Παγκάκι

Στην Αλεξανδρούπολη
υπάρχει μια ακρογιαλιά
που πάντα το κύμα
στρώνει την άμμο.

Σε αυτή την ακρογιαλιά,
όρθιο στέκει ακόμα και σε θαλασσοταραχή
ένα ψηλό παγκάκι.

Τις ηλιόλουστες μέρες
συνηθίζω να κάθομαι εκεί,
τα πόδια μου ακουμπώντας το έδαφος.
Θα έλεγε κανείς δεδομένου της κατάστασης.

Το αστείο είναι πως
ποτέ μου δεν ήθελα
να φτάσω το έδαφος.

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012

Σοκάκια

Μια γυναίκα
ένας άντρας
στο μισοσκόταδο βολικά καμουφλαρισμένοι
φιλιούνται παθιασμένα...
σχεδόν ηδονικά.

Η γυναίκα γυμνή οπισθοχωρεί,
για να την λούσει το ελάχιστο φως
στα μάτια του ανδρός
που άπληστα κοιτά.

Άπληστα. Ώστε το τετριμμένο
να θρυμματίσει την εύθραυστη άχνα
του ονείρου.

Αποφασισμένη, το στήθος της
αρπάζει. Μια απότομη κίνηση
ο θώρακας ραγίζει και ανοίγει
για να ξεχυθούν
χιλιάδες μαύρες πεταλούδες.

Ντύνεται. Ανάβει τσιγάρο. Ξεφυσά.
"Αρκετά δεν είδες? Μάζεψε τα τρομαγμένα σου μάτια.
Ξεκουμπίσου από μπροστά μου. "
    

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2012

Έξάρχεια

Σπασμωδικές οι κινήσεις μου
για να το προλάβω Όλο.

Τις αφίσες, το πλήθος
τα χρώματα, τις πεταμένες σύριγγες
τα θέατρα, τα ναρκωτικά
τις εκδηλώσεις, τους άστεγους
την πολιτική, τους ναρκομανείς
τον πολιτισμό, την παρακμή 
τις ζεστές καφετέριες, τα αποκρουστικά στενά
τον φόβο, τον ενθουσιασμό
την λύπη, τον οίκτο
την Έμπνευση.
Μόνη μου ευχή 
μια ασπρόμαυρη φωτογραφική.

και έτσι απλά
ερωτεύτηκα τον Κόσμο. 

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012

Η μάζα

Οκλαδόν
στο κεντρο της πλατείας
για να με κοιτούν
αφ' υψηλού.
Συνειδητοποιημένα.

Ρυμουλκώντας έτσι
τις επιλογές μου.
Βαφτίζοντας τους υπόλοιπους με λέξεις.

Χαμογελώντας ευγενικά.
Με μια δόση ειρωνείας.

Συμβιβασμός. Αποκλείεται.
Ούτε καν από φόβο.

Όχι. Δεν θέλω να είμαι
αυτή η λέξη.

Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2012

Αφύπνιση

κουλουριασμένη στο πάτωμα.
διάπλατα ανοίγουν οι οφθαλμοί
στο απρόσμενο ξέσκισμα της ωμοπλάτης

Ανύψωσε το κεφάλι σταδιακά.
Στις δυο πάλλευκες φτερούγες
που απ΄την πλάτη ξεπηδούν.

Δάκρυσε ο έβενος απ' τις κόρες
για να μείνει σμαραγδί
και η πλούσια κόμη
σε ατίθασες φλόγες να τυλιχτεί.

Επαναστατικά.

Ματιά ατσάλινη, διαπεραστική
έθρεψε όλο το κορμί
στην ενηλικίωση.
Όπως όρθωσε το ανάστημα.
Αφύπνιση.

Τεντώνει το χέρι, τα δάχτυλα απλωμένα
προσεγγίζοντας την κυριαρχία.
Τρομοκράτησε το σκότος
που τυλίχτηκε σε ομίχλη
οπισθοχωρώντας
στα μόνα λόγια που άρθρωσε :

"Φύγε από δω.
 Χάσου απ' τα μάτια μου. " 

Κατατονία

κύριο χαρακτηριστικό
η παραίτηση.
μοιρολατρικά.

πάνινες κούκλες
με μάτια, κουμπιά
στόμα, παραμάνες
ακόμα και δίχως φωνή
αναστενάζουν επιβεβαίωση.

προπαγανδίζοντας.

το βουητό.
ακόμα και με βουλωμένα τα αυτιά
εισβάλλει πραξικοπηματικά.
για να πνίξει κάθε ένσταση.

ματωμένα, σπασμένα νύχια
απ' τις ανύπαρκτες τρύπες στους τοίχους.
στις αποστεωμένες προσπάθειες.

ανυπεράσπιστα γυμνή.

Αιχμαλωσία

ξεκινά η ιστορία
καθώς την σωριάζει στο έδαφος
ο γνωστός θίασος απρόσωπων σκιών

αρχίζουν τα φώτα να παίζουν
μια φωνή γελά υστερικά
οι τοίχοι βγάζουν πόδια
και πλησιάζουν δολοφονικά
οι μάσκες κρεμασμένες
αποκτούν ζωή
ανοίγουν  το στόμα
ρουφούν τον αέρα ορμητικά
μαζί με τα βουβά ουρλιαχτά

έπειτα σκοτάδι.

η πόρτα κλείνει και κλειδώνει.

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2012

Ο άνεμος του αποσπερίτη

στην γνωστή προβλήτα
η σιγαλιά μοιάζει εκκωφαντική
στον ήρεμο γνωστό παφλασμό

πλανάται το βλέμμα μου
στο μακρινό φως
τη στιγμή που γεννάται η Αφροδίτη

αύρα θαλασσινή
την ώρα του Αποσπερίτη
με τυλίγει ορμητικά
λες και είσαι εδώ κοντά

Χαμογελώ. και ας μην συσπώνται τα χείλη μου
απλώνω το χέρι για να προσεγγίσω τα αιθέρια
γυρίσματα σου.

αναστενάζοντας ερωτώ
"πως νομίζεις θα μπορέσεις να φύγεις?
αφού ο άνεμος μόνο στον ουρανό
ξέρει να γυρίζει..."

Μικρό παιδί

το βλέμμα ακραία
υποτιμητικό
και ειδικά για την παιδικότητα
στην οποία είχε απευθυνθεί.

το παιδί που κρύβονταν πίσω
απ' την ξύλινη σκάλα
τα μάτια γουρλωμένα από προσμονή
για αποδοχή
και συνάμα τρόμο,
για μια επερχόμενη προσβολή

Αναρωτιέμαι...
κουλουριασμένο στα σκεπάσματα να μονολογεί...
"το μυαλό σου και μια λύρα..."
το είχε καν σκεφτεί?