Τετάρτη 29 Αυγούστου 2012

Το εκκρεμές

Στο χολ
από μικρή είχαμε ένα ρολόι τοίχου.
Θεωρώ πως το λέγαν εκκρεμές.
Τικ τοκ

Και όλα τα χρόνια που περάσαν,
με είδε να μεγαλώνω, καθώς
κάθε φορά το προσπερνούσα
βιαστική. Σκεφτική.
Τικ τοκ.

Χωρίς να του δίνω πολύ
προσοχή. Βασικά
ποτέ δεν του έδωσα προσοχή.
Τικ τοκ.

Και οι αϋπνίες μου ανυπόφορες.
Τικ τοκ.
Χρόνιες.
Τικ τοκ.

Ώσπου μια μέρα σαν τις άλλες
αγόρασα μια βαριοπούλα.
Πήγα σπίτι, παρατήρησα το εκκρεμές
από πάνω μέχρι κάτω.
Τικ τοκ
Τικ τοκ

Εξαντλημένη σταμάτησα, μόνο
όταν διαλύθηκε και το πιο μικρό γρανάζι.
"Τώρα δεν με ελέγχεις", δήλωσα θριαμβευτικά.

Μετά πήγα στο κρεβάτι
και κοιμήθηκα.

Το χαστούκι

Νυσταγμένη, μπήκα στο λεωφορείο.
Μουδιασμένη απ' το πρωινό ξύπνημα
(μετά τις 11 βεβαίως).

Κάθισα, σε μια άδεια θέση
στήριξα το κεφάλι μου στο παράθυρο
και έκλεισα τα μάτια

με μια αίσθηση βαρεμάρας
και με ανύπαρκτες ευθύνες
να με ταλανίζουν

ένα χασμουρητό μου άνοιξε τα μάτια
για να πιάσει το βλέμμα μου
μια οικογένεια μελαμψών.

Ο άντρας με 2 μεγάλους μπόγους
στη πλάτη. Η μητέρα με μωρό στην αγκαλιά και ένα νήπιο στο χέρι.
Αδερφός και αδερφή, από μια παραγεμισμένη βαλίτσα
καθείς.

Έτσι κοκκίνισα απ' τη ντροπή
λες και δέχτηκα ένα απρόσμενα
δυνατό χαστούκι.

Κυριακή 19 Αυγούστου 2012

Φτερούγισμα

Μασκαρεμένη τριγυρνώ
στο ποτάμι των ανθρώπων.
Κάθε μέρα. Και ξανά,
κάθε μέρα.

Πότε πότε, όλως περιέργως
με κοιτούν με ενδιαφέρον.
Απλώνουν το χέρι στο
στέρνο μου. Σ' εκείνο το γνωστό
σημείο, στην αριστερή πλευρά.
Προσδοκώντας κάτι. Ζεστό.
Τρυφερό.

Μα προς έκπληξη τους,
δεν υπάρχει κάτι εκεί.
Μόνο μια τρύπα.
Ένα κενό και λίγα σκισμένα ρούχα.

Έτσι γελώ, ελαφρώς
σαρκαστικά. Με μια περίεργη ματιά.
Και απομακρύνομαι
λίγο θεατρικά.

Λίγα βήματα πιο πέρα
αρκετά μακριά
από κάποια αδιάκριτη
ματιά.
Χώνω το χέρι, στην τσέπη
βαθιά. Αγχωμένη

Και εκεί ακόμα φτερουγά
μια μικρή καρδιά.
Αναστενάζω, και την κρατώ σφιχτά.
Ω ναι, την κρατώ σφιχτά.
 

Σάββατο 18 Αυγούστου 2012

Αλάνα

Ξύπνησα, έφαγα, ντύθηκα
κλείδωσα, έτρεξα
περιμένω το λεωφορείο
κοιτάω το ρολόι.

Δίπλα σκάβουν ένα χωράφι
αρχίζουν να ρίχνουν μπετά
λίγα αγριολούλουδα σωθήκανε
σε μια γωνιά.

Σε μια τόσο δα
μικρή γωνιά.

Που πήγε η αλάνα
τα χόρτα και οι λάσπες
τα ποδήλατα, η γειτονιά...
Το κρυφτό μετά τις 9;

Χάθηκε το γάργαρο γέλιο
τα ανόθευτα μάτια
και συνηθίσαμε τα αδιευκρίνιστα
χαμόγελα.
και όλα ξεθωριάσανε απότομα...
Άραγε είμασταν ποτέ παιδιά;

Μάνα, γιατί μεγαλώσαμε
τόσο ξαφνικά;

Ευκάλυπτος

Στις παρυφές του δάσους
σφάλισα τα βλέφαρά μου.

Βαθιά η άβυσσος μου
μαζί με τόσες πληγές.Μα όλα φαντάζουν
τόσο παράταιρα
Απόψε.
Όλα νεκρά,
φευγάτα, περασμένα
τώρα πια.

Ακαταμάχητη η ευωδιά
που με ξέπλυνε ολάκερη.

Ανεπαίσθητη, τόσο γνωστή.
Η σταθερότητα της περηφάνιας σου.
Με μια διαπεραστική αίσθηση αιωνιότητας.
Και η γαλήνη.
Πυλώνας ενός κόσμου.

έτσι
σοκαρισμένη γονάτισα
απ' το δέος
στην απόδειξη της
ύπαρξής σου.

Κυριακή 5 Αυγούστου 2012

Καλοκαιρινά Μπαλκόνια

Οι μπαλκονόπορτες ανοιχτές.
αργά,
μια νεαρή στέκει στη γωνία.

Φούστα κοντή, τακούνια ψηλά
όλα σύμφωνα με τη κοινότυπη μόδα.
Συνηθισμένη. 

Ένα αυτοκίνητο μαρσάρει μπροστά.
Κλικ. Η πόρτα ανοίγει.
Μπαίνει μέσα. Φεύγουν.

Ακούγεται μια φωνή
απ' το απέναντι μπαλκόνι.
"Γκομενιλίκια..."
Και ήσυχα περνούν τα λεπτά.

Το αυτοκίνητο επιστρέφει.
Εκείνη βγαίνει,
αχνοφαίνεται ένα αντρικό χέρι
που κάτι της δίνει.

"Κράτα τα ρέστα, κούκλα."
Μαρσάρει. Φεύγει.

Η νεαρή περπατά ως τη γωνία
στρώνει τα ρούχα της
και περιμένει.

Λευκοί Τοίχοι

Τα σκαλιά μαρμάρινα
θαρρείς δομημένα για να 'ναι θολά.
Η κουπαστή γεμάτη σκόνη.

Στο διάδρομο πλαστικά καθίσματα
το καθένα κουβαλά από ένα γερασμένο βλέμμα.
Με αέρα νοσταλγικό και μια
αβάσταχτη αίσθηση πικράδας.

Φτάνω στο δωμάτιο. Προσέχω
του τοίχους.

Άσπρο, λευκό. Με κάτι ψυχρό,
άδειο, χωρίς χαρακτηριστικό.
Μόνο σειρές από κρεβάτια.

Και η αρρώστια σαν νέφος πλανάται...
Ο επιθάνατιος βρόγχος
σκεπάζω γρήγορα τα αυτιά μου
για να μην μπορώ να πω πως γνωρίζω τον ήχο.

και έτσι έμαθε η γενιά μας
πως ο θάνατος κατοικεί
σε αφιλόξενα,
δώματα λευκά,
που έχουν κρεβάτια με κάγκελα
στη σειρά.