Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2012

Περί Ποιήσεως

Το ηδονικό τρέμουλο
της σύλληψής σου.
Στα σπλάχνα μου μέσα
μεγαλώνεις.
Φουσκώνει η κοιλιά μου.

Στην αρχή ανώδυνα. Μα
όσο αναπτύσσεσαι, πονάω.
Παραμορφώνομαι.

Η γέννα. Να 'ξερες.
Πως ξεσκίζεις τα σωθικά μου.
Κάθε φορά. Αλλά το κάνω για σένα.
Μόνο για σένα.
Και ας τσακίζεις το κορμί μου στα δυο.

Οι ανάγκες σου. Όλες τις ώρες,
της υπόλοιπης ζωής μου.
Πάντα εκεί. Πρώτη απ' όλους.

Να σε πλένω. Να με ξυπνάς τη νύχτα.
Να ματώνεις το στήθος μου για να φας.

Μα κάποια στιγμή κάθε μέρα
βάζεις το αθώο σου χεράκι στο μάγουλό μου
με κοιτάς στα μάτια και χαμογελάς.

Σβήνοντας όλο το μαρτύριο απ' τη
μνήμη μου.

Inti Illimani

Θυμάμαι
ήμουνα 5 χρονών.
Μας έβαζες Inti Illimani
μπροστά απ' το τζάκι και παίζαμε τους
ινδιάνους.

Σε θυμάμαι να μιλάς.
Να γελάς.

Και μετά σιωπή.
Τσακωμοί. Και μετά σιωπή.

Έγραψα για στιλέτα
και μαχαίρια που μου
κάρφωσες στο στήθος.
Τα αμέτρητα δάκρυα
απ΄ τη σιωπή σου
την απογοήτευσή σου.

Θυμάμαι
το τσίπουρο και την μπύρα σου
τη πίπα που κάπνιζες κατά καιρούς ( πάντα που άρεσε η μυρωδιά)
τις συζητήσεις με τους καλεσμένους
που φώναζες για την αριστερά.

Και εγώ σε έβλεπα σαν θεό.

Και μετά τσακωμοί. Σιωπή.
Τσακωμοί.
Δεν μας θυμάμαι να μιλάμε.
Δεν μας θυμάμαι να γελάμε.

Και τώρα τόσα χρόνια φευγάτη.
Μεγάλωσα.
Τώρα πίνω. Τώρα καπνίζω.
Αριστερή είμαι και εγώ.

Το μόνο μου συμπέρασμα
το πόσο φοβόσουν και φοβόμουν.
Το πόσο φοβάσαι και φοβάμαι.
Μα ακόμα σε βλέπω σαν θεό.

Όλα τα υπόλοιπα είναι περιττά.
Το μόνο που μου έμεινε να πω είναι:
Αχ πατέρα, να ήξερες
πόσο σε αγαπάω

η ξύλινη βεράντα

Καπνογόνα.
Δάκρυα. Μάλλον πέταξαν και
δακρυγόνα.

Γκλόμπ!
Πρόσεχε το μπάτσο!
Κλούβες, κρατητήρια.
Μολότοφ.
Τρεχάλα στα δρομάκια.

Θόλωσαν όλα
και σκοτείνιασαν τα πάντα.

Μια ξύλινη βεράντα,
με μια ξύλινη πολυθρόνα.
Ο ήλιος δύει και κάνει ζέστη.

Φοράω ψάθινο καπέλο.
Κοιτάω τον κήπο μου.
Τα χέρια μου έχουν κάλους ,
βλέπεις η τσάπα μου είναι
ο καλύτερος μου φίλος.

Η έγνοια μου
το τραπέζι που θα σκαλίσω
για το σαλόνι.

Ανοίγω τα μάτια,
Σήκω, τρέχα!
Πλησιάζουν τα ΜΑΤ.

Ήταν ένα όνειρο.
Απλώς ένα όνειρο.

καληνύχτα

με στοίχειωσε ο αγώνας.
με στοίχειωσε ο τρόμος.
τα τσιγάρα μου.
το ουίσκι μου πριν πάω για ύπνο.

μα πάνω απ όλα οι εφιάλτες μου.

Κόσμε να ήξερες πόσο έκλαψα για σένα.
Να ήξερες πόσο μα πόσο
πόθησα να σε σώσω.

Μα δεν ήθελες ποτέ να σωθείς ε?

Και εγώ δεν ρώτησα.
Ναι κλαίω.
Και ας μην είχα ποτέ μου το δικαίωμα.

Είναι δίκαιο λες, κόσμε,
που όλοι υπόλοιποι πεινάνε?
Που όλοι οι υπόλοιποι είναι άνεργοι, αρρωσταίνουν
και πεθαίνουν?

Τα μάτια μου, σε σιχάθηκαν
και στα δάχτυλά μου απομείνανε μόνο
δάκρυα.

Κόσμε, με κούρασες,
με την απανθρωπιά σου.
Πάω για ύπνο.

Μια χάρη κάνε μου μόνο.
Άσε με να κοιμηθώ ήσυχα
απόψε.

Αυτονομία

στο κόκκινο τοίχο στο σαλόνι μου
είχα κρεμασμένη μια
πολιτική αφίσα

και αφού κατακερματίστηκα
απ' τους αριστερισμούς,
τις συνδικαλιές και τα κόλπα
την κατέβασα.

Και θρήνησα.
Θρήνησα για το κενό στα πιστεύω μου.

Δεν άντεξα όμως.
Έτσι σήκωσα την κιμωλία
και έγραψα :
Επανάσταση είναι αυτή της συνείδησης.

Αυτή τη φορά όμως ήταν το δικό μου χέρι
που το έγραψε.
Κανενός άλλου.

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012

Όταν σβήνουν τα φώτα

Οι σελίδες του βιβλίου
κίτρινες και εύθραυστες.
Τα γράμματα ξεθωριασμένα.

Σβήνω το φως.

Το απομεινάρι
απ΄το τραγούδι
αντηχεί στη σιγή
σαν βάλσαμο

όταν σβήνουν όλα τα φώτα

οι τελευταίες νότες
που οδηγούν
σ΄ αυτό τον οικείο στεναγμό.

Και ξεθωριαμένα
επιστρέφει το στέρνο απόφθεγμα
της σελίδας.

"...ερωτευμένος  είναι όποιος
   όλη μέρα θλιβερά αναστενάζει..."

όταν σβήνουν όλα τα φώτα.


Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

Το Δικό Μας

Πάντα δικό μου.
Πάντα δικό σου.
Σε μια αμοιβαία
σιωπηρή συμφωνία.

Αραχνοΰφαντη με τις
υποψίες του φόβου μας .

Και απροετοίμαστη σήμερα
έκλεισα την εξώπορτα του σπιτιού Μου.
Και δεν είδα πουθενά το Μας.

Το τραγούδι Μας.
Τα τσιγάρα Μας.
Το φαγητό Μας.
Το κρεβάτι Μας.

Έτσι απρόσμενα με προσέγγισε ξαφνικά
η αίσθηση του ανέγγιχτου

που βαθαίνει.
κάθε μέρα όλο και πιο πολύ.

Απόσταση

Κατέγραψα 100 μέρες
σε ένα χαρτί
και τις κόλλησα στον τοίχο.

Για να τις διαγράφω κάθε μέρα.
Βασανίζοντας και λυτρώνοντας τον εαυτό μου.
Ζώντας τις φευγαλέες στιγμές που σε θυμίζουν...
ξανά και ξανά κάθε μέρα.

Αυτόν που στο λεωφορείο φοράει το άρωμά σου.
Την ζωγραφιά σου στο κομοδίνο μου.
Το τηλέφωνό σου μετά τις 3 τη νύχτα.
Την ανάμνηση του κορμιού σου
μες τα λευκά σεντόνια.

Τίποτα δεν άλλαξε.
Μόνο τα μαλλιά μου μάκρυναν .
Ακόμα έχει ζέστη και νιώθω πως,
φέτος ο χειμώνας δεν θα έρθει.