Μαζί με όλο το μειδίαμα
των απρόσωπων ανθρώπων,
βρέθηκα να περπατώ
με το κεφάλι σκυφτό.
Χαμένη στην αφάνεια.
Στις πρώτες ψιχάλες βροχής
σαν πανικόβλητα ποντίκια
τρύπωσε ο κόσμος μέσα στις κρυψώνες του.
Και εγώ ανήμπορη, κοκάλωσα,
στην μοναχικότητα
της κεντρικής λεωφόρου.
Ευχαριστώ.
Την στιγμή που
τα δάκρυα του ουρανού,
ποτίσανε σαν βάλσαμο
τα σκασμένα μου χέρια.
Ευχαριστώ.
Τον αέρα,
που παρέσυρε την λύπη μου
αφήνοντας μου μόνο ένα
χαμόγελο.
Ευχαριστώ.
Την αστραπή που με ανάγκασε
να ανοίξω τα μάτια μου.
Γιατί νομίζω, πως πριν ήμουν τυφλή.
Ευχαριστώ.
Που έδιωξες τις μάζες
και στον σκοτεινιασμένο ουρανό
μπόρεσα να δω το πιο ανόθευτα λευκό
χρώμα, των ελπίδων μου.
των απρόσωπων ανθρώπων,
βρέθηκα να περπατώ
με το κεφάλι σκυφτό.
Χαμένη στην αφάνεια.
Στις πρώτες ψιχάλες βροχής
σαν πανικόβλητα ποντίκια
τρύπωσε ο κόσμος μέσα στις κρυψώνες του.
Και εγώ ανήμπορη, κοκάλωσα,
στην μοναχικότητα
της κεντρικής λεωφόρου.
Ευχαριστώ.
Την στιγμή που
τα δάκρυα του ουρανού,
ποτίσανε σαν βάλσαμο
τα σκασμένα μου χέρια.
Ευχαριστώ.
Τον αέρα,
που παρέσυρε την λύπη μου
αφήνοντας μου μόνο ένα
χαμόγελο.
Ευχαριστώ.
Την αστραπή που με ανάγκασε
να ανοίξω τα μάτια μου.
Γιατί νομίζω, πως πριν ήμουν τυφλή.
Ευχαριστώ.
Που έδιωξες τις μάζες
και στον σκοτεινιασμένο ουρανό
μπόρεσα να δω το πιο ανόθευτα λευκό
χρώμα, των ελπίδων μου.