Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2012

Μπόρα

Μαζί με όλο το μειδίαμα
των απρόσωπων ανθρώπων,
βρέθηκα να περπατώ
με το κεφάλι σκυφτό.

Χαμένη στην αφάνεια.

Στις πρώτες ψιχάλες βροχής
σαν πανικόβλητα ποντίκια
τρύπωσε ο κόσμος μέσα στις κρυψώνες του.

Και εγώ ανήμπορη, κοκάλωσα,
στην μοναχικότητα
της κεντρικής λεωφόρου.

Ευχαριστώ.
Την στιγμή που
τα δάκρυα του ουρανού,
ποτίσανε σαν βάλσαμο
τα σκασμένα μου χέρια.

Ευχαριστώ.
Τον αέρα,
που παρέσυρε την λύπη μου
αφήνοντας μου μόνο ένα
χαμόγελο.

Ευχαριστώ.
Την αστραπή που με ανάγκασε
να ανοίξω τα μάτια μου.
Γιατί νομίζω, πως πριν ήμουν τυφλή.

Ευχαριστώ.
Που έδιωξες τις μάζες
και στον σκοτεινιασμένο ουρανό

μπόρεσα να δω το πιο ανόθευτα λευκό
χρώμα, των ελπίδων μου.

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

όταν δεν βλέπει κανείς

οι συναντήσεις μας,
μονίμως μασκαρεμένες.
με συνθηματικές ματιές,
απ' τα απέναντι πεζοδρόμια

εσύ μπροστά και εγώ πίσω.
εσύ περιμένεις στη γωνία.
εγώ σε προσπερνάω. Με ένα φευγαλέο άγγιγμα
στο χέρι.
Τυχαία πάντα.

Εγώ με τα δερμάτινα σανδάλια μου,
τα κουδούνια στους αστραγάλους.
Εσύ με το τζιν παντελόνι
και τα άσπρα παπούτσια

Τις φιγούρες μας καταπίνουν,
οι απόκοσμες σκιές.
σε απόμακρα στενάκια.

Όταν πιανόμαστε χέρι χέρι.
Εκεί που δεν βλέπει κανείς.

Και στον γυρισμό,
αχνοφαίνεται ο εχέμυθος βηματισμός σου
στο δρόμο.
και μια λουρίδα απ΄τη μαύρη φούστα μου,
εξαφανίζεται στην άλλη γωνία