Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014

6/7/2014

Ξέρεις παλιότερα
έβλεπα εικόνες.
Μίλαγα με εικόνες.
Αντίκριζα χρώματα.

Μα τώρα δες
γκρίζες πολυκατοικίες...
Μπορείς να δεις τον ουρανό;
Μονότονα πρόσωπα, σκυμμένα
κεφάλια. Άστεγοι στο δρόμο, φωτιές σε κάδους. Ζεστασιά
πουθενά. Φασίστες, χαφιέδες, μπάτσοι, ασφαλίτες...
Αυτοί και οι αρουραίοι. Βρωμιά, βρωμιά, βρωμιά.
Οι καφετέριες και τα μπαράκια
νταπα ντουπα νταπα ντουπα.
Οι τηλεοράσεις ουρλιάζουν, οι πολιτικοί ουρλιάζουν,
οι δημοσιογράφοι ουρλιάζουν. Και όλοι οι
υπόλοιποι σαν τις κατσαρίδες τριγυρνάνε...
Ξεφτίλα, ξεφτίλα, ξεφτίλα.

Και έτσι έγραψα και εγώ
αυτό το ποίημα, για να
πείσω και καλά τον εαυτό μου
πως ακόμα νοιάζομαι
για τον κόσμο.

Αλλά ξέρεις κάτι;
Εδώ που φτάσαμε
καλύτερα να ήμουν τυφλή.

Λουίζα

Η πόλη που ζω
είναι ντυμένη με
σπασμένα πεζοδρόμια,
μαύρα γκραφίτι και
στριμωγμένες πολυκατοικίες του 60'.

Όμως εκεί μέσα στο κέντρο
θυμάμαι ένα στενοσόκακο

με ασβεστωμένα σπίτια,
γαλάζια παραθυρόφυλλα,
γλάστρες στις αυλές
με γεράνια, πασχαλιές.
Άσπρα τριαντάφυλλα.
Μαυροντυμένες γιαγιάδες σε ψάθινες καρέκλες.

Και εκεί σε μια άκρη
μια γλάστρα με λουίζα.

Όταν ήμουν παιδί, έτσι ήταν ο κόσμος.
Με άσπρα, ταπεινά και περήφανα σπίτια.
Ο αέρας μύριζε λεμόνι.

Για να γυρίσω μια μέρα.
Να επιστρέψω σε αυτό τον τόπο νοσταλγίας.

Μα το μόνο που αντίκρισα ήταν
πέτρινα χαλάσματα,
ξεραμένο ασβέστη,
ξεφτισμένες ψάθινες καρέκλες.

Και γλάστρα με τη λουίζα
στο διπλανό σκουπιδοτενεκέ.