Σάββατο 20 Ιουλίου 2013

Χέρι Χέρι

Μήνες και μήνες και βδομάδες.
Μέρες, τόσες μέρες.
Ώρες και στιγμές και όλα
να 'ναι ατελείωτα.

Μέχρι που η μακριά άσφαλτος μας έφερε
πίσω.

Βρεθήκαμε λοιπόν αντικριστά.
Βιώνοντας την λέξη,
Επιτέλους,
Μα τα βλέμματά μας ψυχρά.
Τα αγγίγματά μας σπάνια.

Μέχρι που η μακριά άσφαλτος μας έφερε
πίσω.
Στους ίδιους θολούς δρόμους.
Στις ίδιες σκονισμένες νύχτες.
Στην ίδια αέναη αναμονή.

Ώσπου η αίσθηση της πτώσης,
έγινε απύθμενο πηγάδι
Με τις λέξεις και τα μελάνια
να καταφτάνουν αφρίζοντας πίσω.
Ζητώντας εκδίκηση.
Μια δικαίωση.

Και εγώ που νόμιζα πως ξέφυγα.

Έτσι μάλλον απασφάλισα
τα μάτια μου, για να δω
πως γίναμε από αυτά τα ζευγάρια
που ούτε φιλιούνται
ούτε αγκαλιάζονται.

Ούτε κρατιούνται χέρι χέρι.


Τετάρτη 3 Ιουλίου 2013

Μετρώντας τα πλακάκια

Το μέρος που σύχναζα
ήταν ένα πλακόστρωτο δρομάκι.
Στη μέση του δρόμου
ένα φανάρι. Μαύρο και ψηλό.
Πάνω το φανάρι κρέμονταν
ένα αγγλικό ρολόι.

Εκεί σύχναζες και εσύ.
Πάντα ήσουν εκεί κοντά.
Και θυμάμαι κοιτούσα το ρολόι.
Τους δείκτες να γυρνάνε.

Όταν εξαφανιζόσουν, όπως έκανες συχνά.
Καθόμουν στωικά. Μετρούσα τα πλακάκια.
Σφύριζα, κουνούσα τα πόδια μου.
Μέχρι να φανείς πάλι.

Δεν έφευγα.
Ήλπιζα πως θα έρθεις.
Βλέπεις, ο έρωτας
είναι άκαρδος αφέντης
με χαιρέκακο χαμόγελο στα χείλη.

Και εσύ απορούσες
που σε κοίταζα στα μάτια.
Με εκείνο το περίεργο βλέμμα.

Μετά μου γύριζες την πλάτη,
εξαφανιζόσουν στα σοκάκια.  
Και το ρολόι πάγωνε. Οι δείκτες σταματούσαν.

Έτσι απέμενα όρθια.
Εκεί. Στωική.
Τα χέρια μου γροθιές.
Το στόμα μου σφιγμένο.
Βουρκωμένη.΄

Και σιωπηλή.
Να κοιτάω το ρολόι.