Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2014

Το γλυπτό

Τα νύχια μου μαύρα,
τα μαλλιά μου μες τους κόμπους,
στα χέρια μου φουσκάλες.
Στο δέρμα μου αμυχιές.

Η σκόνη...
στο πάτωμα,
στις χαραμάδες στον τοίχο,
στην κουπαστή δίπλα στο παράθυρο,
στη γωνίτσα που κοιμάμαι.
Στις ελάχιστες αχτίδες

για αυτό το άγαλμα
που όλη τη ζωή μου σμιλεύω.

Μέρα με τη μέρα
Γυαλίζω, τρίβω, σκαλίζω.
Το ένα γυαλόχαρτο μετά το άλλο.

Οι μικροί σωροί τους στις γωνίες.

Ώσπου να ματώσουν τα δάχτυλά μου.
Ώσπου να πέσει το σκοτάδι.

Εξάντληση.

κάθε μέρα
η πλάτη σκυφτή.
Μελανιασμένα γόνατα.
Πιασμένα χέρια.

κάθε μέρα
κοιτάω πάνω
για να αντικρίσω το έργο μου.

Κάθε μέρα σκύβω το κεφάλι,
τρίβω πιο δυνατά.
Και με βουρκωμένα μάτια,
ένα κόμπο στο λαιμό
μουρμουρίζω

"ποτέ δεν τελειώνει,
 ποτέ δεν τελειώνει..."

27/7/14

Η πλατεία γεμάτη κόσμο.
Καθόμασταν στα μάρμαρα.
Εσύ κοιτούσες αλλού,
τα παιδιά τρέχανε μπροστά μας.

Κοντανάσανα.

Ο γκιώνης λάλησε όταν σηκώθηκα.
Δεν με κατάλαβες.

Ήσυχα, μαλακά
πέρασα πάνω απ' τα σπασμένα πλακάκια.
Σε αυτό το χιλιοπερπατημένο
πεζόδρομό μας.

Δεν κοίταξα πίσω.

Αθόρυβα, νωχελικά
διλεσχισα τα χαλκόστρωτα δρομάκια.
Φύσηξε βορειάς.

Έσφιξα τις γροθιές μου.

Αργά,
ανηφόρισα τα χρυσοπράσινα λιβάδια.
Περνώντας τα στάχυα στα δάχτυλά μου.

Κοντοστάθηκα,
έκλεισα τα μάτια.
Με μια βαθιά ανάσα.

Και εκεί στα πρόθυρα του δ'ασους
σταμάτησα.
Σε αυτόν τον αδιαπέραστα πράσινο τοίχο.

Κρέμασα τα σκουλαρίκια μου σε ένα κλαρί.
Κουδουνίζοντας.
Μισογύρισα
αντικρίζοντας τα φώτα της πόλης.
Και στο στέρνο φυσημα του αέρα
πέρασα κάτω απ' τα κλαριά.

Δεν κοίταξα πίσω.