Παρασκευή 18 Ιουλίου 2014

Ο δρόμος

το γαμώτο είναι
πως πάντα ήξερα πως να ξεκινήσω.
αλλά βλέπεις οι αναμνήσεις μου
κατέληξαν μπερδεμένο κουβάρι.

τώρα πια.

το μόνο που θυμάμαι
απ' το πριν
είναι η σκόνη απ τον δρόμο.

τα ξυπόλυτα πόδια,
το σκασμένο μου δέρμα.
απ' την ατελείωτη ερημιά.
απ' τον αέναο ήλιο.

δεν θυμάμαι πως εμφανίστηκες.
ούτε που σε είδα.
συγχώρα με. συνήθισα στην μοναξιά
σε αυτούς τους απέραντους δρόμους.

έπαψα να δίνω σημασία στα πρόσωπα.
το βλέμμα μου πάντα στρέφονταν
στον ορίζοντα.
στα σύννεφα, στις αχτίδες.

κατάλαβέ με.

ποτέ δεν μου άρεσαν οι άνθρωποι.

κιόμως
δεν μπορώ να μην σκέφτομαι
την μυρωδιά απ' το δέρμα σου.
τον αισθησιασμό στον τρόπο που καπνίζεις.
την κρυμμένη δύναμη στα χέρια σου,
το μικρό σημάδι στο χείλος σου,
τα μάτια σου που μου θυμίζουν τα ουράνια...

τα μπλεγμένα γυμνά σώματά μας...

μακάρι η ερημιά
να μην ήταν τόσο κίτρινη
και εγώ να ήμουν αλλιώς.
να είχα περισσότερο χρόνο...
μα η σκόνη δεν καλύπτει τα πάντα στο τέλος;

αλλά, ξέρεις,
θυμάμαι
πως τότε μαζί σου

δεν φοβόμουν τόσο πολύ.

Πέμπτη 3 Ιουλίου 2014

Την επόμενη μέρα

Νομίζω πως έπλεα
σε ομίχλη.
Σε θάλασσες από ανάλαφρες
μυρωδιές
και ξεθωριασμένα χρώματα.
Ναι, αυτό ήταν.

Γέμισα το κεφάλι μου,
διάφορα σύννεφα
και μικρά κουδουνάκια.

Νόμιζα...
ήμουν χαρούμενη.

Δεν ήταν καμπάνες,
πυροτεχνήματα,λουλούδια,
καρδούλες.

Όχι,όχι...
Νομίζω...νομίζω,

ήταν η βαριά μυρωδιά
από κοκκινόχωμα,
ήταν ρίγη απ'την ψύχρα του ξημερώματος,
η αίσθηση από νοτισμένα λιβάδια,
η ζεστασιά μεσημεριανού ηλίου.

Ήταν η αίσθηση πως
πάτησα πάλι στη γη.

Όταν κοίταξα τα μάτια σου.

Νομίζω σου χαμογέλασα.
Ελπίζω να σου χαμογέλασα.
Βλέπεις ήμουν τόσο μουδιασμένη.
Συγνώμη.

Ήταν που τα χέρια σου
ήταν τόσο ζεστά;
Ήταν που εγώ κρύωνα πάντα
τόσο πολύ;

Νομίζω...ξέρεις
τελικά,
ήταν που με κάποιο, γαμημένο, τρόπο,
μου θύμισες ξανά,

ποια είμαι.

Τρίτη 1 Ιουλίου 2014

Η Αποβάθρα

Ψιχαλίζει.
Η γνωστή αποβάθρα
γεμάτη φύλλα, ως συνήθως.

Είναι Αύγουστος,
αλλά εδώ βρέχει.
Φθινοπώριασε κιόλας.

Η γνωστή αποβάθρα
με το ίδιο φθαρμένο γκρίζο ξύλο.
Εγώ μισόγυμνη,
κοιτούσα το νερό.

Δεν είναι κανείς εδώ.

Το νερό μαύρο.
Κρύο.
Το ποτάμι δυνατό.

Το δέρμα μου μοιάζει
τόσο λευκό.
Τα χέρια μου τόσο μικρά.
Ανατρίχιασα.
Έχει πάντα σύννεφα εδώ.
Μου φαίνεται
το πράσινο έγινε ο θόλος μας.
Λιβάδια, βρύα, καλαμιές.
Το Δάσος.

Το Δάσος έγινε στερέωμα.
Οι ασημένιες φυλλωσιές.
Μούδιασα.

Και τότε συνειδητοποίησα το φως.

Το νερό συνέχισε να είναι
μαύρο.
Οι κορμοί σκοτεινοί.
Οι φυλλωσιές αδιαπέραστες.

Ναι, αλλά ξέρεις κάτι;
Ο ουρανός εδώ,

είναι πιο γαλάζιος.