Το πάτωμα ξύλινο.
Οι σανίδες παλιές,
ιστοί από αράχνες στις ρωγμές.
Τρίζουν ανάλαφρα
στα πατήματά μου.
Ξυπόλυτη.
Κάθε βήμα και ένα
σύννεφο σκόνης.
Το χρώμα στους τοίχους
πέφτει.
Κομμάτι κομμάτι.
Κάνει ρεύμα.
Τα παράθυρα σφυρίζουν.
Ψύχρα.
Ο ουρανός έξω γκρι.
Το μαύρο πιάνο στην γωνία
με τις παλιές φωτογραφίες πάνω.
Φύσηξα την άσπρη πάχνη
και τα δάχτυλά μου κύλησαν
πάνω στα αλαβάστρινα πλήκτρα.
Οι νότες ξεκούρδιστες.
Το ξύλο φουσκωμένο στις γωνίες.
Προχώρησα στην πόρτα.
Το τζάμι θολό.
Γύρισα το θαμπωμένο πόμολο.
Όρμησαν μέσα
ορδές κίτρινα κόκκινα φύλλα.
Φωλιάζοντας στις φούστες μου.
Ο αέρας μύρισε χώμα και βροχή.
Κοίταξα το άδειο δωμάτιο.
"Δεν είναι κανείς εδώ.
Ούτε θα ξανάρθει κάποιος."
Οι σανίδες παλιές,
ιστοί από αράχνες στις ρωγμές.
Τρίζουν ανάλαφρα
στα πατήματά μου.
Ξυπόλυτη.
Κάθε βήμα και ένα
σύννεφο σκόνης.
Το χρώμα στους τοίχους
πέφτει.
Κομμάτι κομμάτι.
Κάνει ρεύμα.
Τα παράθυρα σφυρίζουν.
Ψύχρα.
Ο ουρανός έξω γκρι.
Το μαύρο πιάνο στην γωνία
με τις παλιές φωτογραφίες πάνω.
Φύσηξα την άσπρη πάχνη
και τα δάχτυλά μου κύλησαν
πάνω στα αλαβάστρινα πλήκτρα.
Οι νότες ξεκούρδιστες.
Το ξύλο φουσκωμένο στις γωνίες.
Προχώρησα στην πόρτα.
Το τζάμι θολό.
Γύρισα το θαμπωμένο πόμολο.
Όρμησαν μέσα
ορδές κίτρινα κόκκινα φύλλα.
Φωλιάζοντας στις φούστες μου.
Ο αέρας μύρισε χώμα και βροχή.
Κοίταξα το άδειο δωμάτιο.
"Δεν είναι κανείς εδώ.
Ούτε θα ξανάρθει κάποιος."