Το ένα πόδι μετά το άλλο.
Το κεφάλι σκυφτό.
Έτσι συνήθισα να περπατώ,
τώρα που δεν είσαι εδώ.
Σκοτεινιάζει νωρίς
τώρα τελευταία.
Ανατρίχιασα.
Έκλεισα τα μάτια.
Ήξερες πόσο με τρομάζει το σκοτάδι.
Δεν το λέω σε κανέναν.
Τώρα που δεν είσαι εδώ.
Όχι, δε το λέω σε κανένα.
Το ένα πόδι μετά το άλλο.
Μούδιασα.
Νιώθω μόνο ότι επιπλέω.
Δεν έχει φως εδώ.
Φοβάμαι.
Αλλά δε το λέω σε κανένα.
Μα πες μου, πως να το πω;
Πως να παραδεχτώ
ότι με έσπασες σε χίλια κομμάτια;
πως λύγισες τα κόκαλά μου;
πως κουρέλιασες το δέρμα μου;
Πως να παραδεχτώ
το κατακερματισμένο μου σώμα;
το τρέμουλο που έγινε συνήθεια;
που κουλουριάζομαι στις γωνίες;
που δεν έχω πια ανάσες;
που θόλωσαν τα μάτια μου και δεν βλέπω όνειρα;
Πες μου πως να το πω;
Έτσι συνήθισα να περπατώ.
Ο ήλιος χάθηκε. Σκοτεινιάζει νωρίς.
Κάνω πως δε φοβάμαι.
Εσύ ήξερες κάποτε.
Αλλά πες μου, πως να το πω;
Έτσι, δεν το λέω σε κανένα.
Το κεφάλι σκυφτό.
Έτσι συνήθισα να περπατώ,
τώρα που δεν είσαι εδώ.
Σκοτεινιάζει νωρίς
τώρα τελευταία.
Ανατρίχιασα.
Έκλεισα τα μάτια.
Ήξερες πόσο με τρομάζει το σκοτάδι.
Δεν το λέω σε κανέναν.
Τώρα που δεν είσαι εδώ.
Όχι, δε το λέω σε κανένα.
Το ένα πόδι μετά το άλλο.
Μούδιασα.
Νιώθω μόνο ότι επιπλέω.
Δεν έχει φως εδώ.
Φοβάμαι.
Αλλά δε το λέω σε κανένα.
Μα πες μου, πως να το πω;
Πως να παραδεχτώ
ότι με έσπασες σε χίλια κομμάτια;
πως λύγισες τα κόκαλά μου;
πως κουρέλιασες το δέρμα μου;
Πως να παραδεχτώ
το κατακερματισμένο μου σώμα;
το τρέμουλο που έγινε συνήθεια;
που κουλουριάζομαι στις γωνίες;
που δεν έχω πια ανάσες;
που θόλωσαν τα μάτια μου και δεν βλέπω όνειρα;
Πες μου πως να το πω;
Έτσι συνήθισα να περπατώ.
Ο ήλιος χάθηκε. Σκοτεινιάζει νωρίς.
Κάνω πως δε φοβάμαι.
Εσύ ήξερες κάποτε.
Αλλά πες μου, πως να το πω;
Έτσι, δεν το λέω σε κανένα.