Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2010

Περί ποιήσεως

με την ίδια πένα στο χέρι
με το ίδιο καταραμένο
μισοτελειωμένο γραπτό
που πάντα με χλευάζει
για την μη ολοκλήρωση

νιώθω τους στίχους

τρυπώνουν στο πετσί μου
τυλίγονται στα μπράτσα μου
θρέφονται απ’ το αίμα μου

οι ίδιοι ανεκπλήρωτοι στίχοι
κοροϊδεύουν
‘τα σπουργίτια δεν θα γίνουν ποτέ αετοί
μην προσπαθείς’

και ενώ το αίμα μου ρέει
βάφει γράμματα, στίχους, στροφές
πορφυρά
το χέρι μου τρέμει
τα δάκρυα τρέχουν
η ψυχή μου σπαρταρά

χαμογελώ και κατανοώ
γιατί το μόνο που αγάπησα
ήταν η ποίηση

Παιχνίδι ισορροπίας

Λήθη, απομάκρυνση
συνήθεια, κούραση
σκελετοί που κροταλίζουν
όταν κοιμάμαι

Αγάλματα πεζοδρομίου
μοιράζουν μαύρες, κόκκινες κορδέλες
για το δρόμο
‘ Μην ξεχάσεις να τις δέσεις
δεν είναι ψίχουλα να φαγωθούν
βίδες να χαθούν
για να βρεις το δρόμο πίσω
Μην ξεχάσεις να τις δέσεις’

ανθρώπινων δακτύλων…άγγιγμα
εσωτερικής φωτιάς
φωνές φλόγας
συνεχίζουν να μάχονται
Η μια πληγώνει την άλλη
ελπίζοντας στην οριστική επίλυση
μα καμιά δεν πεθαίνει

όσο και αν προσπαθούν
καμιά δεν πεθαίνει