Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2013

Λιτά

Κοίτα,
θα το θέσω έτσι απλά.
Λιτά και απέριττα

Δεν ήταν η αγάπη.

Όχι. Το μεγαλύτερο
μάθημα,

ήταν οι πληγές
που μου χάρισες.

Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

Το μπαρ

Το μπαρ που συχνάζω
εδώ
έχει χαμηλό φωτισμό,
γεμάτο καπνό,
απαλή μουσική.

Ξέρεις τι στυλ.

Και κάθονται όλοι
δυο-δυο, τρεις-τρεις
κιόμως δεν μιλά κανείς.

Κοιτάνε όλοι τα ποτήρια τους.
Εκεί τον πάτο στο ποτήρι τους,
λες και βρήκαν την Αλήθεια.

Και δε μιλά κανείς.

Έτσι και εγώ σιχτίρισα.
Βγήκα στο δρόμο,
κάθισα σε ένα πεζουλάκι
με λίγο τσίπουρο στο χέρι.

Και άρχισα να φωτογραφίζω
τα πρόσωπα του κόσμου. 

Σφυρίζοντας

Κάτω απ' το σπίτι μου
υπάρχει μια κατηφόρα.
Ανάμεσα απ' τα σπίτια
και από χορταριασμένες αυλές.

Μικρή και τσιμεντένια
γεμάτη με λακκούβες.

Από κει περνούσα κάθε μέρα.
Όταν ύψωνα το κεφάλι μου,
αντίκριζα τα αστέρια.
Ενίοτε βουρκώνανε τα μάτια μου.

Κάνει κρύο τώρα.
Οι λακκούβες γεμίσανε νερά.
Τα χέρια μου παγώνουνε.

Ένα μικρό δρομάκι
κρυμμένο απ' τον κόσμο
και τα φώτα.

Εδώ φαίνονται τα αστέρια.

Και εγώ ακόμα περπατάω.
Κάνει κρύο.
Έπαψα να βουρκώνω.
Κι όμως θαρρώ τα μάτια μου είναι
πιο θλιμμένα.
Έδεσα άσπρες κλωστές στα μαλλιά μου,
για την σοφία που αποκόμισα.
Ή έτσι νόμισα.

Η κατηφόρα κάτω απ' το
σπίτι μου μυρίζει
καπνό απ' τις σόμπες
και πάντα έχει ομίχλη.

Μα κάθε φορά που περνάω, χαμογελάω.
Ενίοτε σφυρίζω.
Ξέρεις εύχομαι να μην χρειαζόνταν να φύγω.

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013

Μαμά

Λίγες φορές
έγραψα για σένα,
μαμά.

Γιατί βλέπεις,
οι ρίζες σου είναι
βαριές, πολύ βαθιές,
μέσα μου.

Τόσο που τρομάζω.

για την οργή που σου τρέφω.

Κι όμως ένα ερώτημα
με βασανίζει συνεχώς.

Άμα φύγεις,
τι θα απογίνω;

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2013

4:27 π.μ.

Καλλιτέχνες θα σου πουν,
πως τον πόνο και την δυστυχία
τα κάνανε βιβλία,
ποιήματα και πίνακες.
Πως έτσι έχει νόημα η ζωή.

Αρχίδια.
Εγώ 3 πράγματα έμαθα.

Η πίκρα δεν μετριέται, ούτε τέλος έχει.

Θεός δεν υπάρχει.
Οι νεκροί γίνονται χώμα και σκουλήκια.

A!Και το ουίσκι κάνει το
καλύτερο μεθύσι.

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2013

Μαυροκόκκινες σημαίες

Δε ξέρω πια
γιατί συνεχίζω να σου μιλάω.
Βλέπεις οι όμορφες αναμνήσεις
ξεθώριασαν.

Μόνο οι πίκρες σε θυμίζουν.

Ξέρεις...νομίζω πάντα
πως κρυβόμουν.
Νομίζω πάντα
μιλούσα πολύ λίγο.

Έτσι μου 'χουν πει.
Νομίζω έχουν δίκιο.

Ξέρεις εύχομαι να μην ηρεμήσω ποτέ.
Τα μαλλιά μου να 'ναι πάντα κοντά,
με μάτια αγριεμένα.

Το ξέρω δεν σου αρέσει.
Ποτέ σου δεν σου άρεσε.

Βλέπεις τα μελάνια
που φέρει το κορμί μου,
οι τρύπες που άνοιξα στο σώμα μου,
δεν είναι πληγές.
Παράσημα είναι,
που κουδουνίζουν όταν περπατάω...

Δεν θα παντρευτώ ποτέ.Ούτε παιδιά
θα κάνω.Θα συνεχίσω
να πίνω.

Ούτε αυτό σου άρεσε...ε;

Δε θα γυρίσω σπίτι...
Θεωρώ πως, αν θες να με βρεις,
κάπου στα Εξάρχεια θα είμαι...
Βλέπεις ερωτεύτηκα τα αλφάδια στους τοίχους.
Τις μαυροκόκκινες σημαίες.

Οι μαυροκόκκινες σημαίες...

Μόνο οι πίκρες σε θυμίζουν.
Απλά να ξέρεις...άλλαξα.
Δεν θα ηρεμήσω ποτέ.

Προτιμώ να 'μαι
 ανήμερο θεριό.

Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

Πρωτοβρόχια

Η ρόδα γυρίζει
γυρίζει
γυρίζει

Οι μισές ακτίνες σπασμένες
Η αλυσίδα σκουριασμένη
Τα φρένα δεν πιάνουν

Τα λιβάδια μια θολούρα
Ο χωματόδρομος και η σκόνη
Οι γρήγορες αναπνοές μου

Αυτά μου απέμειναν

Καλαμποκιές
και ένα κρύο αεράκι.
Αναρίγησα.

Η ρόδα γυρίζει
γυρίζει
γυρίζει

Πρώτη ψιχάλα
δεύτερη, τρίτη...
Τα σύννεφα έγιναν
σκοτεινιασμένα βουνά
με πινελιές από άσπρο
και λίγο γαλάζιο στην άκρη.

Ο αέρας.
Άπλωσα τα χέρια μου.
Έγειρα πίσω το κεφάλι.

Αυτά μου απέμειναν .

Οι κοφτές μου ανάσες,
η βροχή στο πρόσωπό μου

και ένα χαμόγελο στα χείλη.

Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013

24 Ιουλίου

Το ένα πόδι μετά το άλλο.
Το κεφάλι σκυφτό.
Έτσι συνήθισα να περπατώ,
τώρα που δεν είσαι εδώ.

Σκοτεινιάζει νωρίς
τώρα τελευταία.

Ανατρίχιασα.

Έκλεισα τα μάτια.
Ήξερες πόσο με τρομάζει το σκοτάδι.

Δεν το λέω σε κανέναν.
Τώρα που δεν είσαι εδώ.
Όχι, δε το λέω σε κανένα.

Το ένα πόδι μετά το άλλο.

Μούδιασα.
Νιώθω μόνο ότι επιπλέω.

Δεν έχει φως εδώ.
Φοβάμαι.
Αλλά δε το λέω σε κανένα.

Μα πες μου, πως να το πω;
Πως να παραδεχτώ
ότι με έσπασες σε χίλια κομμάτια;
πως λύγισες τα κόκαλά μου;
πως κουρέλιασες το δέρμα μου;
Πως να παραδεχτώ
το κατακερματισμένο μου σώμα;
το τρέμουλο που έγινε συνήθεια;
που κουλουριάζομαι στις γωνίες;
που δεν έχω πια ανάσες;
που θόλωσαν τα μάτια μου και δεν βλέπω όνειρα;

Πες μου πως να το πω;

Έτσι συνήθισα να περπατώ.
Ο ήλιος χάθηκε. Σκοτεινιάζει νωρίς.
Κάνω πως δε φοβάμαι.

Εσύ ήξερες κάποτε.
Αλλά πες μου, πως να το πω;

Έτσι, δεν το λέω σε κανένα.

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2013

Η σακάτισσα

Μακάρι να μπορούσα να ανοίξω το
στόμα μου.
Μακάρι να μπορούσα να σου μιλήσω.
Μακάρι να σε κοίταζα στα μάτια
πιο συχνά.

Κι όμως, κινούμαι στην αφάνεια.
Γιατί δεν μου αρέσει να
με κοιτάει η Μάζα.

Βλέπεις το σώμα μου φέρει
σημάδια. Και κουτσαίνω.
Νομίζω σου είπα κάποτε...

Μακάρι να ήξερες πως
τα χαμόγελα που μοιράζω
είναι ακριβά.
Δεν ήμουν πάντα έτσι.

Αλλά βλέπεις οι μέρες τώρα είναι περίεργες.

Μακάρι να μπορούσα να σου πω
πως σιχάθηκα τον κόσμο.
Και κάθομαι μονάχη μου, γιατί,
κουράστηκα τόσο πολύ.

Αλλά βλέπεις οι μέρες είναι περίεργες,
και όλα πονάνε τώρα τελευταία.

Μακάρι να με κοίταζες πιο συχνά.
Γιατί νομίζω έχουμε τον ίδιο φόβο.
Γιατί και εσύ μόνος σου κάθεσαι,
καπνίζεις...

Αλλά εγώ είμαι κουρασμένη
και πονάω. Δεν μπορώ να φτάσω μέχρι εκεί.
Λέω να πάω σπίτι.

Απλά να ξέρεις,
έχεις πολύ όμορφα μάτια. 

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013

Φαρμάκι

Η ώρα πέντε το πρωί
οι δρόμοι μουντοί
Βαρύθυμοι.
Ζαλίζομαι.

Ξέρεις πίνω πολύ τελευταία.
Τώρα που δεν είσαι εδώ
και το στομάχι μου χάλια.

Φοβάμαι.
Φοβάμαι, θα με δεις και θα
έχω αλλάξει.
Γιατί κρίνεις.
Συνέχεια κρίνεις.

Δε στο 'πα ποτέ.
Δε σου 'πα πολλά.
Φοβόμουν βλέπεις.

Και τώρα πίνω
και τρεκλίζω.
Γιατί ήσουν η μπύρα μου
το τσιγάρο μου.
Όλη η απόλαυσή μου.

Και τώρα που έφτασα
σε εκείνο το μεγάλο δρόμο
σχεδόν στο σπίτι.

Πικρογέλασα.
Γιατί νόμιζα είχα εξηγήσεις
για τα πάντα.

Κι όμως
για ένα γαμημένο
περίεργο λόγο
γονάτισα στο δρόμο
και ούρλιαξα
"ΜΟΥ ΛΕΙΠΕΙΣ"

και εγώ που έλεγα πως δεν θα ξαναγυρίσω.

Πέμπτη 1 Αυγούστου 2013

Το κοχύλι

Θυμάμαι γνωριστήκαμε
και ήμασταν και τα δυο μας τόσο μικρά.

Εσύ με τα μαύρα σου μαλλιά.
Τα λαμπερά σου ματάκια.
Εγώ με το άσπρο δέρμα.
Να κρέμομαι με τα πόδια απ' τα κλαδιά.

Είχα μαζέψει δυο κοχύλια.
Άσπρα με μπλε κηλίδες.
Το ένα δικό σου. Το άλλο δικό μου.
Γιατί ήμασταν φίλοι.

Τρέχαμε, γελάγαμε,
χοροπηδάγαμε στα σκαλοπάτια.

Γιατί όλος ο κόσμος απλά
αντηχούσε τραγούδια .
Τον φωτίζανε χρώματα αλλόκοτα.

Κρατάγαμε τα κοχύλια στις τσέπες μας.
Και ξέρω πως ήμασταν χαρούμενοι.

Θυμάμαι, τρέχαμε σ' ένα λιβάδι.
Εσύ σταμάτησες. Γύρισες στον δρόμο.
Με κοίταξες. Σιωπή.

Έβγαλες το κοχύλι απ' την τσέπη.
Το πέταξες κάτω
και έφυγες.

Δίχως εξηγήσεις.

Πήγα να μαζέψω το κοχύλι
Είχε σπάσει στα δυο.

Και ορκίζομαι την ίδια στιγμή όλα
σιώπησαν.
Όλα τα χρώματα χάθηκαν.
Και όλα ξανάγιναν μουντά.

Αποχωρισμοί

Θυμάμαι πως έβλεπα τα χείλη σου
κι όμως δεν άκουγα λέξη
Θυμάμαι να κοιτάω το πρόσωπό σου
μα δεν θυμάμαι τα μάτια σου.
Μόνο μια θολή φιγούρα.

Τελικά αυτό έμεινε
Μια θολή φιγούρα.
Και εγώ μούδιασα.

Θυμάμαι, βγήκα απ' το αυτοκίνητο
Με κοιτούσες που έφευγα.
Περίμενες μέχρι να χαθώ
και εγώ μου ψιθύριζα :
"Προχώρα, προχώρα!"

Θυμάμαι το κλειδί στην πόρτα.
Θυμάμαι τα πόδια μου ξυπόλυτα.
Τα κουδουνάκια μου κατρακύλησαν στις σκάλες.

Θυμάμαι το ξύλινο πάτωμα
πάνω στο μάγουλό μου.
Θυμάμαι πως τα δάκρυά μου αρχίσαν να κυλάνε.

Θυμάμαι που είπα:
"Καλό μου, ελπίζω να μην νιώσεις ποτέ
τέτοιο πόνο."

Και μετά όλα σκοτείνιασαν.

Σάββατο 20 Ιουλίου 2013

Χέρι Χέρι

Μήνες και μήνες και βδομάδες.
Μέρες, τόσες μέρες.
Ώρες και στιγμές και όλα
να 'ναι ατελείωτα.

Μέχρι που η μακριά άσφαλτος μας έφερε
πίσω.

Βρεθήκαμε λοιπόν αντικριστά.
Βιώνοντας την λέξη,
Επιτέλους,
Μα τα βλέμματά μας ψυχρά.
Τα αγγίγματά μας σπάνια.

Μέχρι που η μακριά άσφαλτος μας έφερε
πίσω.
Στους ίδιους θολούς δρόμους.
Στις ίδιες σκονισμένες νύχτες.
Στην ίδια αέναη αναμονή.

Ώσπου η αίσθηση της πτώσης,
έγινε απύθμενο πηγάδι
Με τις λέξεις και τα μελάνια
να καταφτάνουν αφρίζοντας πίσω.
Ζητώντας εκδίκηση.
Μια δικαίωση.

Και εγώ που νόμιζα πως ξέφυγα.

Έτσι μάλλον απασφάλισα
τα μάτια μου, για να δω
πως γίναμε από αυτά τα ζευγάρια
που ούτε φιλιούνται
ούτε αγκαλιάζονται.

Ούτε κρατιούνται χέρι χέρι.


Τετάρτη 3 Ιουλίου 2013

Μετρώντας τα πλακάκια

Το μέρος που σύχναζα
ήταν ένα πλακόστρωτο δρομάκι.
Στη μέση του δρόμου
ένα φανάρι. Μαύρο και ψηλό.
Πάνω το φανάρι κρέμονταν
ένα αγγλικό ρολόι.

Εκεί σύχναζες και εσύ.
Πάντα ήσουν εκεί κοντά.
Και θυμάμαι κοιτούσα το ρολόι.
Τους δείκτες να γυρνάνε.

Όταν εξαφανιζόσουν, όπως έκανες συχνά.
Καθόμουν στωικά. Μετρούσα τα πλακάκια.
Σφύριζα, κουνούσα τα πόδια μου.
Μέχρι να φανείς πάλι.

Δεν έφευγα.
Ήλπιζα πως θα έρθεις.
Βλέπεις, ο έρωτας
είναι άκαρδος αφέντης
με χαιρέκακο χαμόγελο στα χείλη.

Και εσύ απορούσες
που σε κοίταζα στα μάτια.
Με εκείνο το περίεργο βλέμμα.

Μετά μου γύριζες την πλάτη,
εξαφανιζόσουν στα σοκάκια.  
Και το ρολόι πάγωνε. Οι δείκτες σταματούσαν.

Έτσι απέμενα όρθια.
Εκεί. Στωική.
Τα χέρια μου γροθιές.
Το στόμα μου σφιγμένο.
Βουρκωμένη.΄

Και σιωπηλή.
Να κοιτάω το ρολόι.

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2013

Ασπρόμαυρη φωτογραφία

Βλέπεις, εδώ φτάσαμε.
Μας συλλαμβάνουν
που μοιράζουμε φυλλάδια.

Μιλάμε για το παρελθόν
λες και είναι ξεχασμένα
μεγαλεία.
Οι δολοφονικές ματιές δεν λείπουν
για να υπερασπιστούμε
τα και καλά
τα επαναστατικά μας αρχίδια.

Έτσι είμαστε.
Σαν σε ασπρόμαυρη φωτογραφία
σε κάτι ετοιμόρροπα στέκια
κοκαλωμένοι απ' το κρύο,
με μισοτελειωμένα τσιγάρα στα τρεμάμενα χέρια μας
να φανταζόμαστε μια άλλη κοινωνία.

Μάλλον,
έτσι καταντήσαμε. 

Πάμε για μπάλα

Και έτσι βρεθήκαμε εδώ.
Φεβρουάριος. Κυριακή απόγευμα.
Με κάτι κουρασμένα παλικάρια
22, 23 χορών.

Σε ένα ξεχασμένα γήπεδο
ποδοσφαίρου
με μια χιλιομπαλομένη μπάλα.

Στις δίπλα καφετέριες
13χρονα παιδιά με πουκάμισα
παντελόνια κολλητά
ζελέ στα μαλλιά.
Η νέα μας γενιά.

Και εδώ
σε ένα ξεχασμένο γήπεδο
κάτι κουρασμένα παλικάρια
με πνευμόνια σάπια
απ' το τσιγάρο

Προσπαθούν να θυμηθούν τα παλιά. 

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

Μιλώντας

Οι μέρες τώρα τελευταία
ηλιόλουστες. Ζεστές.
Και είναι Φλεβάρης ακόμα.
Περίεργο.

Μα στα γραπτά μου μουτζούρες.
Χαρτιά τσαλακωμένα.
Τετράδια σκισμένα,
πετάμενα στις γωνίες.

Βλέπεις, ποτέ μου δεν μπόρεσα να μιλήσω
για τις όμορφες μέρες.

Ξέρω να μιλώ
για το τρέμουλο των ποδιών μου
τον ξέφρενο χτύπο της καρδιάς μου.
Την μέγγενη που μου συνθλίβει τα σωθικά,
όταν σκέφτομαι το πως ήταν το χθες.

Τον πηγαίο μου τρόμο
πως μια μέρα θα ξυπνήσω
και όλα θα είναι γκρι.

Έτσι μόνο, φίλε μου, έχω μάθει
να μιλώ για την ευτυχία.
Να μιλώ για τον φόβο μου
μήπως κάποια μέρα
την χάσω.

Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013

Πάλι πίσω

Και τώρα η βαλίτσα μου
ξεκοιλιασμένη στο πάτωμα
του άδειου μου σπιτιού.

Του άδειου μου σπιτιού.
Και νιώθω ακόμα.

Το φιλί σου
στην βάση του λαιμού μου
την ώρα που μαγείρευα.

Την απαλή σου μπλούζα
στο πρόσωπό μου.
Που πάντα αναδίδει το άρωμά σου.

Το μικρό μου στήθος
στην γυμνή σου πλάτη
4 η ώρα το ξημέρωμα.

Το βλέμμα σου στο λεωφορείο.
Εγώ να σε κοιτώ
με τα πόδια καρφωμένα στο έδαφος
σε μια αιώνια στιγμή.

Με τα μάτια σου στα μάτια μου.
Και ας τρέχουν τα δάκρυά μου
σαν βροχή.

Στο άδειο μου σπίτι.
Στο άδειο μου σπίτι.

Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2013

Λεπτή γραμμή

Το ξυπνητήρι χτύπησε.
Ανακάθισα ανάμεσα
στα παπλώματα.
Έτριψα τα μάτια μου.

Σηκώθηκα σκουντουφλώντας.
Άρπαξα ένα cd απ' το τραπέζι,
το έβαλα να παίζει.

Στο πάγκο της κουζίνας
3 φρυγανιές με βιτάμ
και μαρμελάδα φράουλα.

Άναψα το φως στο μπάνιο.
Το νερό της βρύσης κρύο.
Αναρίγησα.
Και εκεί που πήγα να φύγω
την είδα φευγαλέα στον καθρέφτη.

Μια λεπτή γραμμή
δίπλα στα χείλη μου.
Μια ρυτίδα πολλών χαμόγελων.

"Μπα; Τόσο χαρούμενη ήμουν τελευταία;
 Και δεν το πήρα χαμπάρι..."

Γέλασα
και άναψα τον θερμοσίφωνα. 

Ukume

Η αποβάθρα στράβωσε.
Σκοτεινά τα νερά του ποταμού.
Έχω μια ανάμνηση πως κάποτε εδώ
το ξύλο ήταν καφέ.

Τώρα είναι γρι.
Οι σανίδες σκεπασμένες σχεδόν 
με φύλλα λεύκας.

Ηλεκτρισμένα τα σύννεφα.
Σκούρα μπλε,
κίτρινα, γκρι.
Άστραψε.

Για 5 λεπτά. Αυτό ήταν.
Σαν επίδειξη δύναμης. 

Πρόσεξα γύρω μου,
τις όχθες, τα νούφαρα, 
τις ρίζες των δέντρων, 
τα ψάρια στους ήρεμους όρμους.
Βύθισα τα πόδια μου στο κρύο νερό.

Το ρεύμα άδραξε τις γάμπες μου,
ταρακουνώντας με ολόψυχα.
Αποδεικνύοντας έτσι την εξουσία του.
Δεσπόζοντας πάνω μας.
Έτσι συγκλονισμένη 
χαράχτηκε στη μνήμη μου.

Ο ήχος των πρώτων σταγόνων της βροχής
πάνω στην επιφάνεια του ποταμού.


Το μελάνι

Η κουζίνα μύριζε
κάρυ και μήλο.
Στο βάθος αντηχούσε
" God bless you please, Mrs Robinson.."

Ζωγράφιζα στο πάτωμα.
Το χαρτί μουτζουρωμένο.
Το στυλό έσπασε.

Σταγόνες μελάνι βάψανε
το χαρτί, το πάτωμα, τα χέρια μου.
Και όλα μαύρισαν τόσο
ξαφνικά.

Αντιλήφθηκα
τη μυρωδιά του οινοπνεύματος.
Συννεφιασμένο το ύφος της μητέρας μου
όσο έτριβε τα δάχτυλά μου.

Το άπλωσα το χέρι μου,
την άγγιξα.
Την κοίταξα και
χαμογέλασα διστακτικά.

"Μαμά, όσο και να τρίβεις,
δεν νομίζω πως θα φύγει ποτέ."

Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2013

Καθώς σε περιμένω

Ο ήχος της τηλεόρασης
μονότονος.
Το βλέμμα μου
στραμμένο στην εξώπορτα.

Μετρώντας τα λεπτά
μέχρι να φανείς.
Τίποτα δεν άλλαξε τελικά.

Ο καναπές σκληρός.
Μικρός.
Το δωμάτιο κρύο.
Καταβεβλημένη, βάρυναν
τα βλέφαρά μου.
Ανήμπορη να αντισταθώ
στην αναισθησία του ύπνου...

Η τηλεόραση σιώπησε.
Οικείο το άγγιγμα της αγκαλιάς σου.
Το άρωμά σου,
ανάμνηση καλοκαιρινής δροσερής αύρας.
Το ταλάντεμα στα χέρια σου.

Έσφιξα τα ρούχα σου.

Μουρμούρισες:
"Ήρθα ομορφιά μου.
 Σε κρατάω, μη φοβάσαι..."

Δεν άνοιξα τα μάτια μου.
Αλλά νομίζω.
σου χαμογέλασα.

Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2013

Το τετράδιο κάτω απ' το κρεβάτι

Η σκόνη στο δωμάτιο
σαν χρυσόσκονη
στο φως του ηλίου.
Έτσι νωχελικά που η αναπνοή μου
την περιέπαιξε.

Ξαπλωμένη στο παλιό
ξύλινο πάτωμα.
Ακόμα μύριζε έλατο.
Φορούσα το άσπρο φόρεμα
με τα μπλε λουλούδια.

Τα ακροδάχτυλά μου
μέσα απ΄το παράθυρο
χαϊδέψανε  ανεπαίσθητα
την απόμακρη στρογγυλάδα του ηλίου.

Τα μάτια μου πέσανε
στο τετράδιο με τα ποιήματα.
Στη σκιά.
Σχεδόν κάτω απ' το κρεβάτι,
δίπλα είχε ένα στυλό.

Αναπήδησα.
Τσάντα, κλειδιά, παπούτσια.
Η εξώπορτα έκλεισε με ένα μεγάλο κρότο.

Το τετράδιο και το στυλό
μείναν στη σκιά.
Σχεδόν κάτω απ' το κρεβάτι.

Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2013

Το παιχνίδι

11 το βράδυ. Μόλις δρόσισε.
Μυρίζει το χώμα
φωνάζοντας "καύσωνας"

Τα χόρτα ξερά απ' τη ζέστη.
Τα χαλίκια τρίζουν κάτω
απ' τα βήματά μας.

Περπατάμε αλλόκοτα.
Μια παράλληλα. Μια εσύ μπροστά,
μετά εγώ. Δεν μιλάμε.

Τρέχεις, σταματάς με κοιτάς.
Λες και παίζουμε παιχνίδι.
Σταθερά περπατώ, σε φτάνω.

Τρέχεις, σταματάς.
Σε φτάνω.

Υπομονετικά, ξανά και ξανά.
Κόβω στάχυα απ΄την άκρη του δρόμου.
Σε ακολουθώ.

Τρέχεις, κρύβεσαι
πίσω απ΄τη στροφή.

Σε βλέπω. Σταματώ.

Εσύ 10 βήματα μπροστά.
Λες και ακόμα παίζουμε παιχνίδια.
Αναστενάζω.

 Χαμογελάς.Στο χέρι σου
ένα κλαράκι γιασεμί.
Το έβαλες πίσω απ' το αυτί μου.

"Δεν άξιζε η υπομονή;"
και με έπιασες απ' το χέρι.




17 μέρες

Λαμπυρίζουν γκρίζα
τα βότσαλα στις απόκρυφες όχθες σου
Απόκοσμο το νερό στους
κρυστάλλινους όρμους σου

Βύθισα τα χέρια μου
στα βάθη σου. Με τη σειρά
τα δάχτυλα,
οι καρποί, οι αγκώνες.

Στα άπειρα εγχειρήματα μου
να σε αγγίξω
να σε κρατήσω.

Και όλες οι προσπάθειες μου άκαρπες.

Έτσι απέμεινα, με γόνατα γυμνά
στα γκρίζα βότσαλα.
Γλιστρώντας οι σταγόνες
απ΄τα μαλλιά μου,
το στήθος, τους αγκώνες,
τους καρπούς, τα δάχτυλα.

Σαν τα αναφιλητά μου
"Ο χρόνος περνά, περνά..."