Η ώρα πέντε το πρωί
οι δρόμοι μουντοί
Βαρύθυμοι.
Ζαλίζομαι.
Ξέρεις πίνω πολύ τελευταία.
Τώρα που δεν είσαι εδώ
και το στομάχι μου χάλια.
Φοβάμαι.
Φοβάμαι, θα με δεις και θα
έχω αλλάξει.
Γιατί κρίνεις.
Συνέχεια κρίνεις.
Δε στο 'πα ποτέ.
Δε σου 'πα πολλά.
Φοβόμουν βλέπεις.
Και τώρα πίνω
και τρεκλίζω.
Γιατί ήσουν η μπύρα μου
το τσιγάρο μου.
Όλη η απόλαυσή μου.
Και τώρα που έφτασα
σε εκείνο το μεγάλο δρόμο
σχεδόν στο σπίτι.
Πικρογέλασα.
Γιατί νόμιζα είχα εξηγήσεις
για τα πάντα.
Κι όμως
για ένα γαμημένο
περίεργο λόγο
γονάτισα στο δρόμο
και ούρλιαξα
"ΜΟΥ ΛΕΙΠΕΙΣ"
και εγώ που έλεγα πως δεν θα ξαναγυρίσω.
οι δρόμοι μουντοί
Βαρύθυμοι.
Ζαλίζομαι.
Ξέρεις πίνω πολύ τελευταία.
Τώρα που δεν είσαι εδώ
και το στομάχι μου χάλια.
Φοβάμαι.
Φοβάμαι, θα με δεις και θα
έχω αλλάξει.
Γιατί κρίνεις.
Συνέχεια κρίνεις.
Δε στο 'πα ποτέ.
Δε σου 'πα πολλά.
Φοβόμουν βλέπεις.
Και τώρα πίνω
και τρεκλίζω.
Γιατί ήσουν η μπύρα μου
το τσιγάρο μου.
Όλη η απόλαυσή μου.
Και τώρα που έφτασα
σε εκείνο το μεγάλο δρόμο
σχεδόν στο σπίτι.
Πικρογέλασα.
Γιατί νόμιζα είχα εξηγήσεις
για τα πάντα.
Κι όμως
για ένα γαμημένο
περίεργο λόγο
γονάτισα στο δρόμο
και ούρλιαξα
"ΜΟΥ ΛΕΙΠΕΙΣ"
και εγώ που έλεγα πως δεν θα ξαναγυρίσω.