Παρασκευή 25 Απριλίου 2014

Πυγολαμπίδες

Κορναρίσματα,σπρώξιμο
βρίσιμο,καυσαέριο,
φωνές,τσιρίδες,
άγχος,τρέξιμο,
γραφειοκρατεία,γκρίνια,
ειρωνεία,λοξές ματιές,
ψίθυροι,σχόλια,χαζά γελάκια,
παντού αυτοκίνητα.
Και πάλι σπρώξιμο.

Μέχρι να σουρουπώσει.

Μέχρι να αραιώσουν τα
σπίτια και να αρχίσουν τα
χορταριασμένα χωραφάκια.

Μέχρι ο ουρανός να ντυθεί
με πορτοκαλί,κόκκινο,
κίτρινο,μωβ
και βυσσινί.

Μέχρι να τελειώσουν τα
πεζοδρόμια και να ακουμπήσουν
τα χέρια μου αδάμαστα
στάχυα από δω και από κει.

Με λίγες σταγόνες.

Μέχρι να φανεί ασβέστης
στην άκρη απ' τα σπίτια και
η γάτα με τη γυριστή ουρά
στη γωνία.

Μέχρι που σκοτείνιασε
ο ουρανός
ακούστηκε ο γκιώνης
και μικρές πυγολαμπίδες αναβόσβησαν
στην κατηφόρα για
το σπίτι.

Τότε ναι.

Κατάφερα να χαμογελάσω.

Καυτηριασμός

Κάποιος μου 'πε κάποτε
"Να ξέρεις
όλοι οι άνθρωποι
είναι τρύπιοι.

Μεγάλες,μικρές,
διασκορπισμένες,
σ' όλο τους το μήκος.

Μικρά κενά
που χάσκουν
βαθιά,σκοτεινά
ρουφάνε αέρα.

Τον αέρα που αναπνέεις.

Με ρούχα,πορνό,τηλεόραση
φαΐ,πρέζα,κοκαΐνη.
Προσπαθούν να τις κλείσουν."

Κοίταξα τα χέρια μου.
Ντροπιασμένη έσκυψα το κεφάλι.
Ήπια την μπύρα μου.

Εγώ,όχι
δεν προσπάθησα ποτέ να γεμίσω,
κάποιο κενό.

Με λίτρα,
λίτρα και λίτρα
αλκοόλ
ξέπλυνα και την πιο μικρή
οπή,

για να μην
μεγαλώσουν άλλο.

Ο βυθός

Το σώμα μου
βαρύ.
Όλο και βυθίζεται.
Σε αυτή τη κλίνη
που του έφτιαξα.
Όλο και πιο βαθιά.

Τα χλωμά μου χέρια
γαντζώνονται στις άκρες
όλο και ασπρίζουν.

Ώσπου η μέγκενη
αρπάζει τη μέση μου.
Τη συνθλίβει.
Με βυθίζει.

Και τα. χρώματα
σκουραίνουν
γαλάζιο,θαλασσί,μπλε.
Πιο σκούρο,πιο σκούρο,
πιο σκούρο...

Η πλάτη
κοπάνησε τον πάτο
και η άμμος εισχώρησε στο δέρμα μου.

Μαύρο.

Ο βυθός είναι πάντα
μαύρος.Βαρύς.
Αβάσταχτος.

Μα το μόνο που σκέφτηκα
ήταν
πόσο μου έλειψε
το φως.