Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2010

Το πέρασμα

Ο Κάποιος κάποτε
απήγγειλε ένα λόγο
άκεφα χαμογελά. Δηλώνει:
‘‘Ετούτη η μέρα μισανθρωπίας. Δεν περιγράφω
ηλιόλουστες μέρες.
Λησμόνα την ελπίδα
επέτρεψε στο έρεβος να εισβάλει. Σε αυτό το βυθό
που με καλεί
Έλα να με συντροφεύσεις.

Αισθάνεσαι? Το βάρος ω8εί χαμηλά
το μένος χάθηκε. Νιώσε
Το κενό. Ύστερα από αυτό?
μονοκοντυλιές πόνου
γυμνός στο σκοτάδι
ανύπαρκτες μνήμες

Απάντησε ο Εκείνος:
‘‘Συμφωνώ και διαφωνώ
για τις συνθήκες του πριν
και αυτές που θα αλλάξουν’’

‘‘Ποιες οι συνθήκες
και ποιος εσύ που αλλάζεις?’’

‘‘Αυτές οι μινιμαλιστικές 8εωρίες με
φέραν ως εδώ.
Κατάλαβέ το. Δεν είναι Απλό
το συναίσθημα, να το κρύβει μια λέξη.
Ανεπηρέαστο χρόνου.

Ποιος είμαι εγώ?

Πνεύμα ακατοίκητου βυθού
γυμνού, κενού
Δίχως μνήμες.
Που χαμογελά πρώτη φορά στη θέα
του πανέμορφου αρρωστημένου
ετούτου κόσμου.’’

Ευχή

την ώρα αυτή
που το λυκόφως, όλη την πλάση
σκληρά περιπαίζει

Τα ξεφτισμένα μας κουράγια
κατακερματίστηκαν εδώ και καιρό…
Πες μου
πρόσεξες ποτέ, μοναξιά που βαραίνει
έρωτος φτερά ;

Τα αγκαλιασμένα σερνόμενα
κορμιά μας
να μπορούσα να ράψω από άκρη σε άκρη

Ύστερα, απαλά να μας ανοίξω
και τα πνεύματα που μας γεμίζουν
να γίνουν
Μια και Μόνο Ψυχή

μακάρι, να μπορούσα.
Μακάρι.