Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2014

27/7/14

Η πλατεία γεμάτη κόσμο.
Καθόμασταν στα μάρμαρα.
Εσύ κοιτούσες αλλού,
τα παιδιά τρέχανε μπροστά μας.

Κοντανάσανα.

Ο γκιώνης λάλησε όταν σηκώθηκα.
Δεν με κατάλαβες.

Ήσυχα, μαλακά
πέρασα πάνω απ' τα σπασμένα πλακάκια.
Σε αυτό το χιλιοπερπατημένο
πεζόδρομό μας.

Δεν κοίταξα πίσω.

Αθόρυβα, νωχελικά
διλεσχισα τα χαλκόστρωτα δρομάκια.
Φύσηξε βορειάς.

Έσφιξα τις γροθιές μου.

Αργά,
ανηφόρισα τα χρυσοπράσινα λιβάδια.
Περνώντας τα στάχυα στα δάχτυλά μου.

Κοντοστάθηκα,
έκλεισα τα μάτια.
Με μια βαθιά ανάσα.

Και εκεί στα πρόθυρα του δ'ασους
σταμάτησα.
Σε αυτόν τον αδιαπέραστα πράσινο τοίχο.

Κρέμασα τα σκουλαρίκια μου σε ένα κλαρί.
Κουδουνίζοντας.
Μισογύρισα
αντικρίζοντας τα φώτα της πόλης.
Και στο στέρνο φυσημα του αέρα
πέρασα κάτω απ' τα κλαριά.

Δεν κοίταξα πίσω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου